21.7.13

Θρήνος για τη Μητέρα μου

Γνώρισα τον Άδη
όταν είδα
τη Μητέρα μου νεκρή
και τους λυγμούς μου
δεν αποστόμωσαν
κελαηδισμοί και ουρανός
ούτε η θνητή μου ύλη.
Ακούμπησα το θάνατο
μάγουλο με μάγουλο
όταν φίλησα τη Μητέρα μου νεκρή
και υδρία δακρύων
παντού ταπεινώθηκα
και με θρήνους μετρώ
τη ζωή μου.
Συντριμμένη και μόνη τον αέρα εστέναξα,
το νερό καταπίκρανα,
στο χιόνι μαρτύρησα το γάλα που ήπια.
Ό,τι αγαπάω είναι νεκρό.
Εγώ που το θάνατο
στον ύπνο εξέχασα
και το φθαρτό εσαρκώθηκα
και πολύ αγάπησα
και πολύ αναστέναξα
συντριμμένη και μόνη
σε κόσμο νεκρό περιφέρομαι
και στις άδειες κραυγές μου
λιγοψυχώ.
Και τη δύση μου
ο θάνατος νέκρωσε.
Να μη βλέπω ένα σύννεφο άσπρο
που γυρίζει στον κόσμο
τη σκιά της μητέρας μου ανώνυμη πια.


                          
Ώ , η φθορά του ήλιου-
η νεκρή Μητέρα μου!
Το παρήγορο φέγγος της θαλπωρής
την οδύνη του θανάτου περιβάλλεται.
Ώ, οι απελπισίες των ρόδων
μεγαλύτερες απ΄ τα εγκόσμια έργα
και πάρεργα.
Οι ιστορίες των λυγμών.
Ο ουρανός της φωτιάς
κατακαίγεται στην απότιστη ρίζα-
ο επόμενος θάνατος.
Ερημιά μου ο δρόμος!
Ερημιά μου τα δέντρα!
Ό,τι αγαπάω είναι νεκρό.
                          
Θα ματώσουν τα αναίμαχτα.
Θα συμπεριληφθούν στο θάνατο
οι Μητέρες και η δύναμη.
Αφήστε τις σωτηρίες -
το αθάνατο κάλλος της Μητέρας μου
πέθανε.
Μητέρα μου,
ας μην είχα γεννηθεί
από τη μαύρη πέτρα,
από την πίσσα νύχτα.
Όπου γεννιέσαι για να τρως
μια μπουκιά ψωμί
κλεμμένη
από το χέρι του χάρου.

                          
Αιώνια Μνήμη,
τα πρωτόγνωρα δάκρυα σου
δός μου,
να κλαίω τη Μητέρα μου,
τη μοναδική και την άφαντη…
Τα πρώτα σου δάκρυα
που το φως μέσα τίναξε
στων ανθρώπων τα μάτια
όταν είδαν το θάνατο άρνηση ζέστας.
Και τον κόσμο τον άκοσμο
μέσα τους πήραν,
τα φτερά των εντόμων
έσχατη γνώση
και έσχατη αλήθεια.
Αιώνια Μνήμη,
τα θλιβερότερα δάκρυα σου
δός μου
να κλαίω τη Μητέρα μου,
τη μοναδική και την άφαντη.
Τα πικρότερα δάκρυα
που ο ήλιος ποτέ
δεν τα ζέστανε
και φεγγάρι ποτέ
κοντά τους δε φτάνει

                          
Ώ, μη λέτε,
να μην κλαίω τη Μητέρα μου.
Οι μητέρες δε μετριούνται
με τα χρόνια,
με το γάλα με το ψωμί.
Μα, τι κλαίω για όνειρα
και χαμένες ελπίδες;
Τη ζωή που επέθανε,
τη νεκρή Μητέρα μου κλαίω.
Αιώνια μνήμη,
την καταχνιά και τα δάκρυα
δός μου,
να κλαίω τη Μητέρα μου.

Ώ, απουσία αβάσταχτη, απουσία Μητέρας!
…..
Πικραμένη, Μητέρα μου,
τη λύπη σου έπαιρνε η ζωή μου
και δεν ήξερα
πού είναι οι πεθαμένοι μας,
να πάω να σου τους φέρω.
Έμπαινε ο ουρανός στο σπίτι μας
και στα παράθυρα
και στο τραπέζι και στο γιούκο
έβρισκε μαύρο.
Λίμναζε το δάκρυ σου,
πίναν τα χελιδόνια
και χάναν την άνοιξη.
Και γω μεγάλωνα
και έλεγα, η νιότη μου δε φελάει,
αφού τα αδέρφια μου,
νέα και όμορφα πέθαναν.

                          
Νεκροστόλιζα την κούκλα μου
με φύλλα μεταξωτά,
την έκλαιγα και
την έθαβα στα βάτα.
Μετά την ανάσταινα,
τη φύσαγα στον ήλιο
και έβανα τη χρωματιστή
ομπρελλίτσα στο κεφάλι της
να μη μαυρίσει-την ομπρέλλα δεν την έθαβα,
οι νεκροί δε θέλουνε τίποτα.
Και η φωνή και η δροσιά τούς λειώνει.
Πίστευα την κούκλα μου αθάνατη.
Την άφηνα να την παίζουν
οι γάτες, τα σκυλιά και
τα αστέρια, πόδια έχεις, της είπα,
πήγαινε όπου θέλεις …
Κάποιο μεσημέρι,
μόλις πρόλαβα το γουρούνι
και δεν την κατάπιε,
την είχε όμως μασημένη-
μια κούκλα δράμα,
νεκρή επί σκηνής…
Κλαίγοντας, χτύπησα το ζο,
και πέταξα την κούκλα μου
στα φουσκιά.
Στο διάβολο! είπα,
που θα κλαίω για νεκρές κούκλες
και γιατί δεν έχω φτερά…
Δω υπάρχουν
πρωτόγονα χέρια,
πρωτόγονα μάτια
πρωτόγονες πατούσες
και πρωτόγονος θάνατος.
Μητέρα μου, παρουσία της ζωής,
έσπερνες τα γυρίσματα
του φεγγαριού
και φύτρωνε το χρυσό
και το πράσινο.
Το κορμί σου εβλάσταινε,
ανθισμένη, Μητέρα μου.
Στα χέρια σου ωρίμαζε
η καρδιά και το αύριο.
Η γης φύτρωνε στο περπάτημά σου,
σε ακολουθούσαν γεννήματα
και ελιές,
αμπέλια και φώτα.
Τα δέντρα που φύτεψες
σε λέγαν Μητέρα.
Οι κορφές τους έσκυβαν στην ποδιά σου
τις δροσιές και το θρόισμα.
Μητέρα μου,
όπου να ήσουνα
η φωνή σου ηχούσε τον κόσμο!
Η διαύγεια του λόγου σου,
οι τρομεροί θυμοί σου,
οι βροντερές βρισιές σου,
ανεβαίναν τον ουρανό
και ολοκληρώναν το Σύμπαν!
Εγώ, που έζησα στο ντόρο της φωνής σου,
τώρα δεν έχω μίλημα,
ούτε αντιμίλημα…
Στο ξεροπήγαδο της ερημιάς
μόνο τη σκοτεινιά
και το στεναγμό μου ακούω.
Σκουντουφλώντας μέσα μου,
σκουντουφλώντας γύρω μου,
η σιωπή σου.
                          
Μητέρα μου,
δε σε βρίσκω στις ελιές και στους δρόμους.
Από το σπόρο που έσπειρες
κόβω το ανθάκι,
το λειώνω στα χέρια μου
και η αφή μου πληγώνεται.
Απόκαμα,
να χτυπώ την απουσία σου με δάκρυα.
Και συ να μη με ξέρεις…
Πολυπαιδεμένη, Μητέρα μου,
ζύμωνες τα αστέρια
να αυγαταίνει το ψωμί μας.
Με την πούλια
άναβες το φούρνο
πάταγες τη λάμψη
και ανέβαινες στον ουρανό,
να ταΐσεις τα χαράματα
την πρώτη μπουκιά.
Μητέρα μου, σκόνη δεν καθόταν απάνω σου,
τον ήλιο και τον ουρανό
έδενες στη ζωή σου.

                          
Πικραμένη Μητέρα μου,
ο ύπνος σου στέναζε,
η μέρα σου στέναζε.
Κρυβόμουνα στα χορτάρια
και μάζωνα λουλούδια
να σου φέρω.
Λαμπρή μου μαυροφόρα!
καθόσουνα στο κεφαλόσκαλο
και έκλαιγες.
Σου έδινα τα λουλούδια
ούτε τα κοίταγες.
Με δακρυσμένο θυμό,
μου έλεγες,
πέτα τα ερμολούλουδα,
εμείς δεν έχουμε γιορτές.
Κι έλεγα μέσα μου,
Εγώ, σε έχω πάνου από γιορτάδες
και πάνου από χαρές…
Εγώ σε έχω μάνα!

                          
Ευωδιά της νερατζιάς,
πώς σε άφησα να πεθάνεις;
Την καρδιά μου σου άνοιξα
να κρυφτείς
και το αίμα μου κλαίει.
Ώ, Μητέρα μου,
εσύ που ήσουνα δυνατή
σα βοριάς και
γκρέμιζες τα χαλάσματα
να περνάει η άνοιξη,
στο θάνατο δεν αντιστάθηκες.
Δε φώναξες, δεν έκλαιγες…
Ήσυχα αποκοιμήθηκες
τον ύπνο το νεκρό.
Με το πικρό παράπονο
πως σ΄άφησα να πεθάνεις
και έμεινα ολομόναχη.
Μητέρα μου,
δεν έχω άλλη φωνή από το θρήνο μου.
Άλλη σιωπή.
Ας μη χτυπούν την πόρτα μας
με φώτα οι ημέρες.
Εμείς πεθάναμε,
δεν έχουμε χαρές.

19.7.13

Η Αναδυoμένη

Η μιλημένη μνήμη ο λόγος
άπονος μεταδότης
θυμάται μια γέννηση άλλη
 μια ωραία στιγμή
Απ τους αφρούς γεννήθηκε
η Καλλονή του Αρχιπελάγους
αυτή που στέργει και γοητεύει
Το κάλλος και ο Έρωτας
η Αναδυομένη
                         
Αυτή που πλάθει με τις θύελλες
το νέο πρόσωπό της,
αυτή που είναι η ατρόμητη
στην πάσα τρικυμία
Το πνεύμα της γλυκιάς πνοής
και η καρδιά των εραστών
η Αναδυομένη
                         
Αυτή που έχει τη χαρά και τη χαρίζει
η υπαρχτή και η ερχομένη
Αυτή που ολοκληρώνεται στην έκσταση
η Αναδυομένη
                          
Αυτή που ξέρει τα φιλιά
και τις τρελές αγάπες,
αυτή που τρέχει στις ακρογιαλιές
αφρολουσμένη και αγκαλιάζεται
Το κάλλος
Και ο έρωτας
η Αναδυομένη
                         
Η πιο γλυκιά των στεναγμών
η λατρευτή και η χαρισμένη
Αυτή που την ακολουθούν πουλιά
και οι φωνές της θάλασσας
Το τραγούδι των θεών

η Αναδυομένη

Σε Ωραίο Ποτάμι

Ωραίο ποτάμι του ουρανού
μαζεύεις άσπρα σύννεφα και ρόδινους αχινούς
να χτίσης την πόλη
Στις πηγές των αιώνων να χτίσης την πόλη
                         
Την Πόλη την Ιστορική και την Αιχμάλωτη
σήκωτη με το χώμα
Σπάσε τη φυλακή να βγη από το βούρκο
σαν φωτεινή επιγραφή στον ήλιο
                         
Στην ωραία θέα του κόσμου
οδήγησε το γένος των ανθρώπων
να απορροφήση η αιθρία τις φονικές επεμβάσεις 
να πλυθούν τα αίματα της ιστορίας
Ειρήνη στην πόλη  Ειρήνη στον κόσμο
Στο χαμόγελο των ανθρώπων
στους γλυκούς χυμούς του μήλου
να χτίσης την πόλη
Το φως σου φωτίζει τις εποχές
Στις αγγελίες της μουσικής να χτίσης την πόλη
                         
Ανύψωσε την πόλη σου από νερό και κρύσταλλο
Σε υποδέχονται αυτοί που διψάνε
και σε υμνούν οι ενώσεις σου
Δος μου το νερό να ξεδιψάσω το αδιέξοδο
της σκέψης μου
Δος μου τη συντροφιά σου τα μεσάνυχτα
όταν ξυπνάει η τρομαγμένη φωνή
                         
Με μαγεύει η θέα της κατοικίας σου
όταν πλέεις μέσα στο φως
Συνεπαίρνει το νου μου το ωραίο ταξίδι
Γιατί πρέπει και ο νους να ταξιδεύει
με το μονόξυλο
Να ξαναβρεί τις προϊστορικές αφές
τις μυθικές φιλίες με τ΄αστέρια
Κι ας κλάψει με λυγμούς αν προκαλεί
ένα μοιραίο θέαμα όπως
τα θαύματα του χάους
έπνιξαν το παπάκι στην ακροποταμιά
Έμεινε ένα πουπουλάκι
από απροσεξία του θηρίου
Στοίβες εικόνες οστά και κοκκαλάκια
ίχνος DNA ο δόκτωρ θα μας ερευνήση
ο δόκτωρ θα μας . . . προστατέψει
ή με το πουπουλάκι . . .
ή με το θηρίο . . .
                         
Είναι ένα ψύχος δίκοπο μαχαίρι όπου
χαράζει κόβει φέτες
το γνωστικό  αλά περσόνα
πριν απ το δέρμα και τον πόνο
πριν απ το κόκκαλο της μνήμης 
που γλύφει σα σκυλί η σκέψη
Ο δόκτωρ θα μας . . .προστατεύσει
                         
Ένα μοιραίο θέαμα των θρήνων:
ο πληγωμένος Άδωνις στα χέρια της θεάς
πεθαίνει
 Κλαίει με αναφιλητά η καλλονή του Αρχιπελάγους
Το δάκρυ της σμιλεύει τη μορφή του
στην καρδιά της
Είναι η μορφή του ψύχωση του μαγικού και
του ανίατου
Δεσμός μαινόμενος!
                         
Παντού το νερό ζητά η ακοή μου
στη φλέβα του ενστίκτου και της μοίρας
το νερό που θηλάζει η δελφίνη στα πέλαγα
Και ενώνουν το χώρο οι ακτίνες στο δέρμα
Αρμονία το νερό που κυλάει στο αίμα
Συρροή μενεξέδων οι νοήμονες ύλες
να βρουν την οντότητα οι μορφές και τα πάθη
Και αστέρια λαμπρά
στους κυματώδεις καθρέφτες
πλάθουν τον άνθρωπο, πλάθουν τη μνήμη
                         
Πρώτη αφή ήταν νερό στην ακοή μου
το πρώτο χτύπημα του εφιάλτη στην πλάτη
Υπόκωφο χτύπημα
Το ερπετό μέσα στο κέλυφος
Στο ίδιο κέλυφος, ο υποδόριος χρόνος
και η αρχή αυτής της επίσκεψης
στο έκπληκτο Σύμπαν
Αυτή η επίσκεψη που κανένας δεν θέλει
να τελειώσει
αλλά . . . όπως το είπε ο σάτυρος
Στον πλάνητα κύκλο
παντού το νερό ζητά η ακοή μου
το νερό της βροχής
το νερό που κυλάει στο ποτάμι
                          
Ωραίο ποτάμι του ουρανού
σε ακολουθώ από μια όχθη του κενού
Δε θα φωνάξω γύρισε!
Είσαι ποτάμι που κυλάς τα πεπρωμένα

Και το νερό είναι ένα πεπρωμένο

Με Λένε Κασσάνδρα

Κανένας δεν με πιστεύει
με λένε Κασσάνδρα
Κόρη βασιλιά και σκλάβα βασιλιά
και στάχτη τα βασίλεια
Όπως ορίζει η ιστορία
οι αστοχιές εξ ακοντίων
                         
Αχ! Μάνα Εκάβη του Άδη . . .
με το σφαγμένο κόκορα
μαντεύω το μέλλον Και τι μέλλον!
παραφωνίες και τέμπορα
Οι απέραντοι κόσμοι
τα σφαγεία Τα Μουσεία
Τις ζυγαριές του Απόλλωνα
πέταξα στη φωτιά Στο πυρ τα ζύγια!
Ποιος τη ζυγιάζει τη ζωή του, με τι;
Ζύγιασαν τη ζωή τους 
με πειρατείες και βόδια
Έχασαν τη ζωή τους
Ζύγιασαν τη ζωή τους
με χειροποίητα λάφυρα
και σφάγια ανθρώπων
Έχασαν τη ζωή τους
Με το σφαγμένο κόκορα
δεμένο στο λαιμό μου
τρέχει το αίμα του σιγή
Δεν τη λαλεί την ώρα
                         
Τούτο το στεφάνι της μαντείας
Τούτο το σκήπτρο των γερόντων
μου στοίχισαν ολόκληρη ζωή
Όλα τα ήξερα πριν να τα ζήσω
Αλλιώτικα είναι να τα ζεις
αλλιώτικα να τα θυμάσαι
Έβλεπα τη φωτιά προτού να βγάλη φλόγες
Κι όταν άναβε η φωτιά
έριχνα πάνω μου τις στάχτες
Λουζόμουνα με άδειες στάχτες …
Το θάνατο τον ήξερα
πριν από το θάνατό μου
                         
Τι τον ήθελα τον δολοπλόκο μάντη!
Ο ματωμένος και τρελός
βγήκε από τα πτώματα
Με τα μυαλά χυμένα πλάθει μάσκες
Λόγιών λογιώνε μάσκες φορεί
τα πρόσωπα των σκοτωμένων
Ελάτε, φώναζε, Ελάτε! Ξέρω το μέλλον των νεκρών
τα άλλα όλοι τα γνωρίζουν
Εσύ, μου λέει, κάμε πέρα!
Είσαι ακόμη ζωντανή
Έχεις ένα αρνίσιο μάτι
Γλύφεις την πέτρα και τ αλάτι
Κάμε πέρα!
                         
Αχ! τι φωτιές στην Πέργαμο τριγύρω
Τι σκοτωμός, τι βογγητά και τι φωνές βοήθεια!
Εκείνος κρέμασε στον άνεμο τις μάσκες
Σ όλο τον άνεμο οι μάσκες φώναζαν,
ρέκαζαν
μου ΄λεγαν κάμε πέρα!
Εδώ πεθαίνουν και πουλιά
από το φόβο των αιμάτων
Ανέβα στα βουνά
κοιμήσου με βοσκούς αν ζουν ακόμη
Ίσως γλυτώσουν τα βουνά
                          
Τον ανίσκιωτο δε θα τον δεις, κοιμάται
Σε κουρμπενιές και πλατανόφυλλα
και στις βαθιές σπηλιές θυμάται
Και στις μεγάλες μπόρες βγαίνει
στεφανωμένος με κισσό συννεφιασμένο
Μόνο στ αστέρια θα τον δεις
Θα σε γνωρίση στο νερό
Προτού σ αγαπήση
είχε ένα  πρόσωπο δικό σου
Τον παίρνουν και τον φέρνουν τα νερά
όπως τον είδα τότε στην πλημμύρα
όπως τον είδα σκοτωμένο
Έτσι που ήτανε ξανθός με τα λουλούδια
μοναδική φορά ψυχρός
μπορούσε να ξανακοπή
μπορούσε να ξαναπεθάνη
                         
Ποιο δρόμο να πάρω στην Τροία;
Ποιον ν΄αποχαιρετήσω;
Σαν άγνωστη μ ακολουθεί αυτή η σκιά
η δακρυσμένη
Ποιον ν αποχαιρετήσω; . . .
Στο δίφρο στον καρόδρομο
ο μεταξένιος του χιτώνας ματωμένος
στη λίχνη και στον άνεμο!
Μάνα Εκάβη του Άδη
λένε πως βρήκαν μια πηγή
που τρέχει αίμα απ το λαιμό μου
Ψάχνουν με τα μαχαίρια
                         
Να φύγω ναι!  από πού να φύγω;
Πώς να τη δέσω τη φωτιά
Μες το μαντήλι
χώρια οι στάχτες τα κειμήλια
Πως είμαι από τα λάφυρα το αρνιέμαι
Δεν ξέρω και τι άλλο
Είμαι σφαγμένη! το μαντεύω
Κοντά μου τρέχει το μαχαίρι
κι από κοντά ο ήλιος ρίχνει στα μάτια μου
το έρεβος
Στο τσακισμένο καθρεφτάκι
πάλι φωνάζει ο πειρατής
 αν θέλεις τα μαλάματα
έμπα στις πειρατίες
οι άνθρωποι στοιχίζουν λίγο
Αύριο η ζήτηση αλλάζει –
θ ασχοληθούμε με την τέχνη
Αχ, μάνα Εκάβη του Άδη! . . .
με ταραχή μ΄ακολουθεί
η ευωδιά της πικροδάφνης από Άργος και πάνω
Στην πέτρα τώρα…
Στην κόψη τώρα….
Ποιο δρόμο να πάρω στο Άργος;
                         
Δεμένη στα κατάρτια σταυρωτά
με τη στεριά και με τη θάλασσα
κείνος με έδενε σφιχτά με λόγια
Αν φτάσουμε στο Άργος, είπε,
θα αγοράσω σκουλαρίκια να φορείς
και δαχτυλίδια να φορείς
Περίκαλλη σκλάβα
αρραβωνιαστικιά του Απόλλωνα
με την ολόχρυση τη ζώνη της μαντείας
θα σ έχω στον περίαυλο στο πλάι
Μπορεί βεβαίως και να ζήσης . . .
Μπορεί βεβαίως να πεθάνης . . .
Τη νύχτα θα σου πω τα πιο ωραία
Όταν πεθάνω θα σε σφάξουν
στον τάφο μου διπλά μαχαίρια
Είναι το έθιμο του τόπου
Έπρεπε πριν να κακουργήσης
γιατί ήταν να απωλεσθής
                          
Αχ, μάνα Εκάβη του Άδη . . .
Τι να μασάς τη δάφνη και ποια μοίρα;
Τι να τις κάνεις τις μαντείες . . .
Ακόμη παιανίζουνε οι σάλπιγγες στην Τροία
Δεν ακούς; Άκου! άκου….
Η μουσική των εχθρών

Η μουσική των φίλων

Στο Κύκνειο Άσμα

Μνήμη Δημήτρη Ν. Σιώρη
Με εκπλήσσει το κύκνειο άσμα
το πιο φιλήδονο της αποδημίας
εκεί που η φωνή παραδίνει το σώμα
στους ρυθμούς του μηδέν
Με δάκρυα πολλά
αντίο

γλυκιά μελωδία

Στον Φιλόσοφο Εμπεδοκλή

Το ήξερες πως θα πεθάνεις
γι αυτό πυρπολήθηκες πάθος
του αθάνατου . . .
Ω, μάταιο όνειρο, είπε ο Ζήνας
ή, ο μέγιστος νους μέσα στη λάβα
Κι αυτό το μελανό, αυτό το μπλάβο
όπως ο θάνατος,
αυτό το πλησίον τον θάνατο
είπε ο Ζήνας θεόπνευστο;
Είπε τον θάνατο θεόπνευστο;
Μα το Δία! Μα τον Ζήνα!
                         
Τα θαύματα των λαών
στοιχειωμένα στα πάνδεινα των ανθρώπων
και το πύρινο βήμα
και ο αφόρητος πόνος
και η ίδια παραίσθηση
επιστρέφουν πομπώδη τη συγκλονιστική μαρτυρία:
ποτέ δε γύρισες θεός
                         
Άσπρος καπνός, κόκκινος άνεμος . . .
Το πύρινο βήμα
και το χνάρι του ανθρώπου
με φλόγες πορείας ατέρμονης
Το σανδάλι σου χρυσό πεταμένο με πέτρες της λάβας
και πέτρες πολύτιμες του χιονιού και της γης
δοκιμάζουν το νούμερο οι γενιές της φωτιάς
του Ηράκλειτου
να πατήσουν στο βήμα σου
Με φωνές της φωτιάς πάλι βρέφος οι φλόγες
Το πρωτόγονο πέλμα στο γύρο του θανάτου
Πάντα φλόγα και χιόνι μιλάει ο τόπος,
ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής αφηνίασε!
Με το έτσι θέλω να γίνη θεός
στο έγκατο πυρ
Στη λάβα της Αίτνας

φλεγόμενος!

Εδώ!

Γι αυτό το φως της άνοιξης το μυρωμένο
διέρρηξες τα κατάβαθα και έφερες το χάος
κρυμμένο στη μορφή σου
Ήρθες εδώ
Μπροστά σε όλα στάθηκες και είπες
είμαι εδώ !
Εδώ συνεχίζει τον αέναο κόσμο
η φωτιά και το σώμα
Εδώ το μέλλον πλάθει τη μνήμη
και αρχίζει το δράμα
Όπου να φτάσουμε
εδώ θα σταθούμε
Εδώ αρχίζουν – εδώ επιστρέφουν
οι πορείες του κόσμου
τα φτερά και τα βήματα
Εδώ θα χτυπηθή στην καρδιά
η κραυγή που σε έφερε
                         
Σφραγίδα δωρεάς το έργο του ανθρώπου
και το στημένο ξόανο στο μέτρημα
των αιώνων
Αιώνες οι λαοί γονάτισαν
και φίλησαν στις χούφτες τους τα άγια χώματα
Και όλοι φορούν το φυλαχτό τους από χώμα
Στο βάθος η προστασία είναι χώμα –
το πλάσμα της Γης από θεούς και δαίμονες
                         
Μελωδίες ονείρων…
Αποκοιμήθηκες στα σεντόνια του ουρανού
με τα άστρα
Η ιδρωμένη ήβη μύριζε έρωτα στο πλάι σου
και πάνω στο σώμα
Στον ύπνο έβγαλες τα πόδια σου
Έξω απ΄τις άκρες του κόσμου
αγνοώντας το κενό που περπάτησες
έμπειρος υπνοβάτης να φτάσης εδώ
Αιωρήθηκες σε ρεύματα φιλοσοφικά
«το συμφιλείν έφυν» γεννήθηκα να αγαπώ
ή «η φύση αγαπάει να κρύβεται»
ακόμα κρύβεται στο νύχι του αλόγου
εκεί που μπαίνει το καρφί να σταματήση τον πόνο
Αιωρείσαι στο αόριστο με τη χαρά του βρέφους
αα! αα! μπουσουλώντας να φτάσης το τόπι
 και πέφτει απ τα χέρια σου η κουδουνίστρα
των ορίων του ήχου
                         
Ο έφηβος θα τα μάθη όλα για τον Άτλαντα
Βοηθήστε τον Άτλαντα με τραγούδια
να κρατεί στα χέρια και στους ώμους του
τον ουρανό και τα άστρα
Μόνο ο Άτλαντας μπορεί να κρατήση
όρθιο τον κόσμο και φιλικό
Βοηθήστε τον Άτλαντα με τραγούδια
να κρατεί τον ουρανό και τη Γη
Στις φλόγες της νύχτας στο έρεβος
πλέουν τα πλοία από αμίαντο
και αμηχανίες
Οι πειρατές των ουρανών με μαγνήτες
και ρομπότ
θα κλέψουν τη σύσταση και την περιγραφή
του ακατοίκητου άστρου
Ο μαγικός καθρέφτης μέταλλο
αντάλλαξε τα χέρια με φτερά
τα πόδια με νύχια
με απορρόφηση
Δεν υπάρχει αέρας
δεν ακούστηκε θρήνος
Μόνο ο στρόβιλος κρέμασε την άδεια εικόνα
του μυαλού
στο σημείο μηδέν
Ο δόκτωρ εν ευθυμία πληροφόρησε
τους αναμένοντες στα λιμάνια
Αδιάφορος εκφωνητής είπε απλά
χάθηκαν μέχρι οστέων
Θαυμάστε, διαδώστε την ένδοξη απώλεια
των αστροκυνηγών
Ω, φως γλυκό του ήλιου που φωτίζεις
αστέρια,
ω, έλξη της λαμπερής νύχτας που τραγουδάει
η θάλασσα,
βοηθήστε τον Άτλαντα με τραγούδια
να κρατά γερά τη Γη να μην τηλεκουνιέται
στη διαίσθηση των άστρων
Να μην γίνει η γλώσσα τσόντα
στην ξέφρενη πορεία του πνεύματος
την τραγική και χαώδη
Από την άδεια βάρκα έβγαινε καπνός
αναμμένου τσιγάρου
Η μυρωδιά του καπνού άπλωσε ιστό
στην παλίρροια της σκέψης για τον μεγαλύτερο
πόθο
μετά θάνατο
Η πρόβλεψη του κόλακα και των δακρύων
έφερε ταραχές και περιπέτειες
στο φυσικό φαινόμενο
Στην έλξη των νερών και
στις παλίρροιες
το ποτάμι της θάλασσας πήγαινε και γύριζε –
πήγαινε και γύριζε  
Το ίδιο ποτάμι πήγαινε
και γύριζε,
το ίδιο ταραγμένο ερώτημα:
είναι η ζωή ένας περίπατος που αρχίζει εδώ
και τελειώνει στο θάνατο
ή πήραμε λάθος κατεύθυνση;
Ειρωνικέ μου στο χα, χα ή το χι;
Καλπάζουν στο χάος τα όμορφα άλογα
Πάνω στο χαλινάρι κυλάει ο αφρός και το μίσος
Βοηθήστε τον Άτλαντα με τραγούδια
να κρατεί στα χέρια και τους ώμους του
τον ουρανό με τα άστρα
Και μια αγάπη στην καρδιά
η γήινη ιθαγένεια
Είναι μεγάλη χώρα η Γη!  
Φύτρωσαν μέσα στο αίμα τους
Τρέχοντας έπεσαν στο ποτάμι
Ταξιδεύουν ή χάνονται
στη νοσταλγία της πρώτης ματιάς
Και συ είπες, είμαι εδώ ο τυχόντας
παρών στις συναντήσεις των φιλιών

Εδώ !