Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo
Η Μαριάννα είναι κατάκοιτη. Στο σώμα της ανοίγουν πληγές που πονούν και βρομάνε. Αθεράπευτες πληγές και ατέλειωτος πόνος.
Όμως σαν μια ελπίδα, σαν δυνατότητα, θέλει να φέρουν το πιάνο της να παίξει ένα ρέκβιεμ ή κάτι πολύ εύθυμο, έστω.
«Αδερφή, γιατί δεν έφεραν το πιάνο μου;»
Η νοσοκόμα δεν της απαντάει.
Η Μαριάννα ξαναρωτάει: «Αδερφή, δεν ακούς; Θέλω να φέρουν το πιάνο μου. Το πιάνο μου!»
Η νοσοκόμα πάει κοντά της και της λέει σιγά: «Σκάσε».
«Απαιτώ ευγένεια!» φωνάζει η Μαριάννα. «Απαιτώ να φέρουν το πιάνο μου».
«Εδώ είναι νοσοκομείο», λέει η νοσοκόμα, «δεν είναι αίθουσα συναυλιών...»
«Θα το συζητήσω με τον γιατρό. Ο γιατρός ξέρει τη θεραπευτική δύναμη της μουσικής».
«Για ποια θεραπεία μιλάτε; Εδώ είναι ο θάλαμος ανιάτων. Εδώ μέσα είναι τριάντα άνθρωποι κατάκοιτοι. Η μουσική τούς λείπει;»
«Θάλαμος ανιάτων;» απόρησε η Μαριάννα. «Ώστε με πέταξαν τα παιδιά μου;»
«Και οι άλλοι άνθρωποι είναι», είπε η νοσοκόμα.
«Άνθρωποι, δε λέω», είπε η Μαριάννα, «όμως εγώ είμαι καθηγήτρια του πιάνου, είμαι τραγουδίστρια, εγώ δίδαξα μουσική σε πολλούς νέους. Γιατί δεν φέρνουν το πιάνο μου;»
«Γιατί εδώ είναι ο θάλαμος ανιάτων», είπε η νοσοκόμα.
«Αδερφή, είμαι γιομάτη πληγές – ξέρεις ποιος με πλήγωσε; Δεν θυμάμαι να με χτύπησαν, να με πυροβόλησαν... Δεν θυμάμαι πώς έγιναν όλα. Αδερφή, βάλε μια κουλούρα στη μέση μου. Δε με λυπάσαι, αδερφή;»
«Σας έβαλα μαξιλάρι», είπε η νοσοκόμα.
«Αδερφή, πονάω! Αδερφή!»
«Θα περάσει ο γιατρός και του λέτε πού πονάτε».
«Φρίκη!» είπε η Μαριάννα. «Όλη τη νύχτα βρόμαγαν τα πόδια κάποιου. Ευτυχώς εγώ δεν βρομάω... όμως η βρόμα έβγαινε από το κρεβάτι μου. Είχατε βάλει κάποιον στο κρεβάτι μου; Βρόμαγε σαν πτώμα. Βάλατε στο κρεβάτι μου ένα πτώμα! Όλη τη νύχτα βρόμα, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Και το φεγγάρι γιόμισε πληγές – βρόμαγε και το φεγγάρι... Αδερφή, γύρισέ με στο πλάι. Πονάω, αδερφή!»
«Τώρα θα πιείτε το τσάι σας», είπε η αδερφή.
Χάρηκε η Μαριάννα. «Θα πιω το τσάι μου... Με λίγο γάλα, παρακαλώ. Αδερφή, τη ρόμπα μου να σηκωθώ. Θα πιω το τσάι μου στο τραπέζι... Τις γαλάζιες παντοφλίτσες μου, παρακαλώ... Αδερφή, τη ρόμπα μου, τις παντοφλίτσες μου... Αδερφή, βοήθησέ με να σηκωθώ. Δεν ακούς, αδερφή; Θα πιω το τσάι μου στο τραπέζι!»
«Κυρία Μαριάννα, θα πιείτε το τσάι σας στο κρεβάτι, έχω δέσει τις πληγές σας. Αν σηκωθείτε, θα λυθούν οι επίδεσμοι και θα χυθείτε...»
«Αδερφή, με τρομοκρατείς, θα διαμαρτυρηθώ...»
«Σε ποιον;» είπε σαρκαστικά η νοσοκόμα.
«Στον οικογενειακό μου ιατρόν».
«Ας έρθει ο οικογενειακός σας ιατρός να σας σηκώσει εκείνος... Παλιόγρια, θα πιεις το τσάι σου;»
Η Μαριάννα κλαίει σιγά και λέει σιγά:
«Με τα δάκρυα θα εκτονωθώ. Και ευτυχώς που δεν βάφτηκα ακόμα... Ευτυχώς που δεν έβαψα τα μάτια μου ακόμα...»
«Θα πιεις το τσάι σου;» είπε η νοσοκόμα θυμωμένη.
«Αδερφή», είπε η Μαριάννα, «είσαι πολύ σκληρή».
«Κυρία Μαριάννα, εσύ είσαι σκληρή που σαπίζεις ζωντανή. Σεις όλοι δω μέσα οι κατάκοιτοι που σαπίζουτε. Και να κάνουτε ό,τι σας λέω!»
Η Μαριάννα απτόητη. «Και τι ξέρεις εσύ τι πρέπει να κάνω εγώ; Τι ξέρεις;»
«Εγώ», λέει η νοσοκόμα, «ξέρω πως πρέπει να πιεις το τσάι σου, αν θέλεις να ζήσεις καμιά μέρα ακόμα».
«Και πού είναι γραμμένο πως με ένα τσάι μπορείς να ζεις μια μέρα;»
«Αν δεν πιεις το τσάι σου, θα το δώσω στο άλλο κρεβάτι», είπε η νοσοκόμα.
«Και φταίω εγώ, παιδί μου, που αρρώστησα; Φταίω εγώ;»
«Και ποιος φταίει;» ρώτησε η νοσοκόμα. «Σεις φταίτε! Η δική σας σάρκα λιώνει και βρομάει».
«Αδερφή, μου δίνετε την πούντρα μου;»
«Αργότερα», είπε η νοσοκόμα. «Τώρα μοιράζω το τσάι».
«Φοβάμαι», είπε σιγά η Μαριάννα. «Αδερφή, φοβάμαι...»
«Τι φοβάσαι;» είπε η νοσοκόμα. «Τον ύπνο φοβάσαι;»
«Ύπνος είναι; Ώστε ύπνος... ύπνος... ε, λοιπόν όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Δεν ήρθες να μου αλλάξεις τις γάζες, να με πλύνεις λιγάκι...»
«Αυτό έπρεπε να το κάνει η νυχτερινή, γιατί δεν της φωνάξατε;»
«Όλη τη νύχτα φωνάζαμε... Πόσοι είπες είμαστε, τριάντα δεν είπες;»
«Τριάντα είπα. Οι είκοσι πέντε είναι γέροι-γέροι και οι πέντε μεσήλικες».
«Ναι», λέει η Μαριάννα, «αυτοί οι νέοι βλαστήμαγαν όλη τη νύχτα. Τόσο φώναζαν, που είπα θα σηκωθούν και θα τα σπάσουν όλα».
Η νοσοκόμα γέλασε. «Όλοι εδώ μέσα είναι κατάκοιτοι, πώς να σηκωθούν; Αν μπορούσαν να σηκωθούν, δεν θα έβαζαν τριάντα ανθρώπους σε έναν θάλαμο! Θα πρόσεχαν οι Διοικήσεις!»
Τριάντα φωνές πονεμένες: «Μας βασανίζουν οι Διοικήσεις! Μας βασανίζουν οι Διοικήσεις! Όταν είσαι αδύναμος, όλο και κάποια Διοίκηση σε αρπάζει απ' τον λαιμό. Οι Διοικήσεις μάς βασανίζουν!»
Η νοσοκόμα έτρεξε να φέρει τον γιατρό. Οι κατάκοιτοι προσπαθούσαν να σηκωθούν και η βρόμα στον θάλαμο αυξήθηκε. Και οι ίδιοι που βρόμαγαν δεν άντεχαν και φώναζαν:
«Μας βασανίζουν τα Διοικητήρια!»
Η Μαριάννα φώναζε πιο δυνατά από όλους: «Οι Διοικήσεις δεν επιτρέπουν να φέρουν το πιάνο μου. Θέλω να φέρουν το πιάνο μου να παίξω ένα ρέκβιεμ για όλους. Και μετά κάτι πολύ χαρούμενο για την αγάπη του καθένα».
Οι κατάκοιτοι όλοι: «Να φέρουν το πιάνο να παίξει η Μαριάννα. Το πιάνο! Να τραγουδήσει η Μαριάννα!»
Στον θάλαμο μπήκε ο γιατρός και είπε: «Ησυχία!»
Ο γιατρός φορεί μάσκα και κίτρινα λαστιχένια γάντια.
Η Μαριάννα γελάει. «Συγγνώμη, γιατρέ, κατάδυση θα κάνετε; Απ' όσο θυμάμαι...»
«Μην ενοχλείτε τον γιατρό!» τη διακόπτει η νοσοκόμα. «Ο γιατρός θέλει ησυχία να σας εξετάσει». Και λέει μέσα της: Κι εγώ πρέπει να φορέσω μάσκα. Και οι κατάκοιτοι να φορέσουν μάσκες. Όλοι να φορέσουμε μάσκες.
Η Μαριάννα απλώνει το χέρι της για χειραψία στον γιατρό, ο γιατρός κάνει πως δεν καταλαβαίνει, η Μαριάννα κλαίει σιγά. Η νοσοκόμα ξεσκεπάζει τη Μαριάννα, ο γιατρός κοιτάζει το πληγιασμένο σώμα.
«Σκέπασέ τη», λέει στη νοσοκόμα.
Η νοσοκόμα τη σκεπάζει με το βρόμικο σεντόνι.
«Γιατρέ, πώς με βλέπετε;» ρώτησε η Μαριάννα με κάποιο λυγμό.
«Καλά, καλά, όλα θα πάνε καλά», είπε ο γιατρός.
«Θα πεθάνω, γιατρέ;»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο...»
«Οι πληγές μου βρομάνε. Γιατί βρομάνε;»
«Φυσική κατάσταση», είπε αδιάφορα ο γιατρός.
«Γιατί δεν με θεραπεύετε, γιατρέ; Δεν υπάρχουν φάρμακα για μας;» είπε με παράπονο η Μαριάννα.
«Τη θεραπεία την ορίζει ο γιατρός», είπε η νοσοκόμα. «Κοιμήσου!»
«Ο άρρωστος θέλει να θεραπευτεί», ανταπάντησε η Μαριάννα.
«Χωρίς φάρμακα, πώς θα γίνω καλά;»
«Κάποτε δεν υπάρχουν φάρμακα», είπε η νοσοκόμα.
«Ανίατη αρρώστια δεν υπάρχει, γιατί με εγκαταλείπουν;» φωνάζει η Μαριάννα.
«Θέλω να φέρουν το πιάνο μου... Θέλουμε ψυχαγωγία!»
Και σα να ήταν το σύνθημα της εποχής, οι ανίατοι φώναζαν:
«Θέλουμε ψυχαγωγία! Ψυχαγωγία!»