Ω Μένανδρε και βίε, πότερος άρ’ υμών πότερον απεμιμήσατο;
Αριστοφάνης Βυζάντιος
Μαρία Καρδαρά, Ο Σετλά, μυθιστόρημα, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2015.
Η Μαρία Καρδαρά με γλώσσα ιδιότυπη, ζωηρή και ρέουσα διαφυλάσσει έναν θησαυρό λέξεων και ιδιωματισμών της μεσσηνιακής ντοπιολαλιάς στα 19 κεφάλαια του μυθιστορήματός της Ο Σετλά.
Σε ύφος και λόγο απλό, σχεδόν απλοϊκό, σαν να αρθρώνεται από τον ομώνυμο ήρωα, και τόνο χαμηλόφωνο, εξομολογητικό, ξετυλίγεται το νήμα της τριτοπρόσωπης αφήγησης ενός έργου, όπου διαγράφεται ανάγλυφα η τοιχογραφία μιας αγροτικής κοινότητας, ενός τόπου που μόνο στα όρια της φαντασίας μας μπορεί να τοποθετηθεί κι ενός καιρού άλλου, εκείνου της αθωότητας, όταν οι άνθρωποι ήταν καθαροί, αγνοί και απλοί σαν τα ζώα τους και τα στοιχεία της φύσης που τους περιέβαλλαν.
Στις σελίδες του Σετλά περιγράφονται ήθη κι έθιμα του λαϊκού πολιτισμού, όπως το προξενιό, η παντρειά, η προίκα και ο θάνατος, η κοινοτική ζωή και δράση, ο ανατρεπτικός χαρακτήρας της αλληλεγγύης και οι αξίες που υπάρχουν πίσω της, η εξουσία και τα πρόσωπά της, η πολιτεία, ο νόμος, το δικαστήριο, η φυλάκιση, η εξέγερση ενάντια στο άδικο.
Κυρίως, όμως, αυτό το έργο είναι ένα τραπέζι ανατομίας της αγνής, ανθρώπινης ψυχής, της οποίας αναπόσπαστα στοιχεία είναι η αδελφική αγάπη, ο αλτρουισμός, ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως διαφαίνονται αδρά μέσα από τη περιγραφή της ζωής και των περιπετειών του λειψού, κακοζάκανου ήρωα με το παράξενο όνομα Σετλά.
Ο χαμηλής νοημοσύνης και περιορισμένων ικανοτήτων κύριος χαρακτήρας της ιστορίας, υπό τη συνεχή επίβλεψη της μάνας του, αποκτά υψηλή λειτουργικότητα καθώς μαγερεύει, σκάβει, σπέρνει, κουμανταρίζει τα ζωντανά του, δε θα πεθάνει από πείνα (σ. 21) και κατορθώνει να ξεπερνά τις τρικλοποδιές και τις δολοπλοκίες των συγχωριανών του, αφού γι’ αυτούς είναι ο χαζός του χωριού, ο αποδιοπομπαίος τράγος, απαραίτητος ωστόσο και αναγκαίο μέτρο σύγκρισης για να αναδειχτεί η αυτού μετριότης τους.
Ο Θύμιος νιώθει να κονταίνει και γίνεται κοντός όσο ο Σετλά. Και σα να ακούει κάποιον να τον κοροϊδεύει και να τον φωνάζει: “Σετλά!… Σετλά!… Θύμιο, είσαι Σετλά!” (σ.31).
Η Μαρία Καρδαρά σμιλεύει αριστοτεχνικά και δυναμικά και τους υπόλοιπους χαρακτήρες, που έχουν ρίξει βαθιές ρίζες, έχουν ορθώσει κορμό, και οι ιστορίες τους εγκιβωτισμένες στην κυρίως ιστορία, μπορούν να σταθούν αυτοτελώς.
Ιδιαίτερα λεπτοδουλεμένοι είναι οι χαρακτήρες και η ψυχολογία των γυναικών. Η μητριαρχική φιγούρα της Θύμιαινας, της πανέξυπνης, παντοδύναμης προξενήτρας, που ξέρει την κοινωνία καλύτερα από σπουδαγμένο και κινεί τα νήματα της ζωής των γύρω της, σκηνοθετώντας γάμους και δράματα, την ίδια την ιστορία. Η Στεφανία, που μυεί στον έρωτα τα άβγαλτα χωριατόπαιδα. Κυρίως, όμως η μάνα του Σετλά, η Λιου, που αναγκάστηκε από νωρίς να νιώσει την αδικία γερά στο πετσί της ξενοδουλεύοντας από πέντε χρονών ορφανό, αναπτύσσοντας έντονα το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, το οποίο μεταδίδει στον γιο της. Του είναι ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένη και απολύτως απαραίτητη.
Θεια Θύμιαινα, είπε ο Σετλά, και πεθάνει η μάνα μου, μοναχός μου σκιάζουμαι. Η μάνα μου διώχνει τα τσακάλια και δε με τρώνε. Η μάνα μου σταματάει τη βροχή και δε με πνίγει. Η μάνα μου δένει το βοριά και δε με πετάει πίσω απ’ τα βουνά. Η μάνα μου φέρνει το ψωμί και με ταΐζει… (σ. 19). Του φέρνει το ψωμί ακόμα και μετά θάνατον, αφού τα ραμμένα στο σοπάνι τής ζακέτας της νομίσματα τον σώζουν από βέβαιη πείνα.
Όμως γερά ατσαλωμένος από την Καρδαρά είναι και ο αντιήρωας, ο Στυλιανός, ο σκοτωτής, ο εισπράχτορας των χρεωστούμενων, ο βιαστής, ο εκβιαστής, ο κλέφτης, αυτός που παίρνει με το έτσι θέλω ό,τι του γυαλίσει. Το θεριό, άντρας τριπλός, κανείς δεν τον παραβγαίνει ούτε τολμά να τα βάλει μαζί του.
Κανείς;
Μαρία Καρδαρά
Εκτός από τον Σετλά, πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα είναι ο απλός, απλοϊκός λόγος, που κατορθώνει να περιγράψει με ενάργεια και δυναμισμό τις σπαραχτικά αστείες περιπέτειες του Σετλά, τη δύναμη των χαρακτήρων σε καιρούς δίσεκτους και αναγκεμένους, είναι ικανός να ζωντανέψει άγνωστες και αναπάντεχες καταστάσεις, να περιγράψει το ανοίκειο, το αδιανόητο, ξυπνώντας εν υπνώσει συναισθήματά μας, να μας κάνει να ζηλέψουμε την ειλικρίνεια και την αθωότητα των ηρώων και να αναρωτηθούμε για την αλήθεια της υπόστασής τους.Όχι δα. Ο Σετλά είναι εκείνος που, με πέτρα του σκανδάλου μια γκαστρωμένη γουρούνα, θα ορθώσει το ανάστημά του, θα κατηγορηθεί για τον φόνο του και για αντίσταση ενάντια στην εξουσία κι έτσι θ’ αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι των περιπετειών του. Ο Σετλά, που μοιάζει να ξεπηδά από ένα ξέφωτο της λαϊκής παράδοσης, σαν ένας άλλος γενναίος ραφτάκος απ’ το παραμύθι των Γκριμ, ένας Δον Κιχώτης της ελεεινής μορφής, μετά από μια σειρά, παρεξηγήσεων και ανατροπών, κατορθώνει να φτάσει εκεί που όλοι οι άντρες ονειρεύονται, αλλά δεν πετυχαίνουν. Στο σπίτι των απολαύσεων, του έρωτα, ευνοούμενος στο πλευρό της όμορφης Σουσούνας. Κι όλα αυτά λίγο πριν γίνει ο πιο νέος ευεργέτης του χωριού, ένας ήρωας με το στανιό.
Άραγε υπήρξε ο Σετλά; Ήταν αληθινή η ιστορία του;
Η Σουσούνα διαισθανόταν πως ο Σετλά υπάρχει μέσα στον καθένα (σ. 146). Και αν καθρεφτιστεί η ψυχή του Σετλά και τ’ όνομά του στην πηγή που μόλις ανακάλυψε στο χτήμα του, θα δούμε πως όλοι εμείς οι ΣΕΤΛΑ -αν αναγραμματιστεί ΑΛΤΕΣ- μπορούμε να τολμήσουμε το άλμα, το αδιανόητο. Κι αν καταδυθούμε στη γραφή της Μαρίας Καρδαρά, να βιώσουμε το ονειρικό και να απολαύσουμε το σπαραχτικά αστείο μιας, πολύ πιθανόν, αληθινής ιστορίας, γιατί καμιά φαντασία και κανένας νους δεν μπορεί να επινοήσει και να διανοηθεί το αδιανόητο.

[Το παραπάνω κείμενο, σε παρόμοια μορφή, εκφωνήθηκε στην Καλαμάτα την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016 στην αφιερωμένη στη μνήμη και το έργο της Μεσσήνιας ποιήτριας Μαρίας Καρδαρά λογοτεχνική βραδιά, που διοργανώθηκε από το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Φωτογραφία: Νικόλαος Τομπάζης, Πλοία στο λιμάνι της Καλαμάτας (1958).]