11.12.15

Μου έχει μείνει ένα δάκρυ

Από όλα μου τα δάκρυα
μου έχει μείνει ένα δάκρυ
τρομαγμένο
που προχωρεί τη συννεφιά
πριν από μένα για το μέλλον

Αρχή και τέλος ένα δάκρυ
Τι μέλλον νάχει ένα δάκρυ;
Κι αν είναι αυτό το πεπρωμένο
να κάψω το γιατί σε αγαπώ
και το γιατί θα φύγω

Μου έχει μείνει ένα δάκρυ
τρομαγμένο
που ανεβάζει το λυγμό στο τώρα
και στα περασμένα
σαν άλογο που βγήκε στο βουνό
και αγναντεύει χόρτο και πεδιάδα
και χλιμιντράει στην ηχώ
δεμένο από τη χαίτη στον αέρα
και δεν αναγνωρίζει γιατί είναι
Άλογο είναι προαισθάνεται
τη μακρινή σιωπή που πλησιάζει
σαν κλάμα γοερό αγνώστων

Αχ, πόσο πάνω να κοιτάξω
και πόσο πάνω από το φόβο
και πόσο μέσα να κοιτάξω
στις ρωγμές του φυσικού προσόντος
Είναι σκληρό το υπερβάλον ένα δάκρυ
να ισορροπήση τον χαμό
του ξεχασμένου φίλου

Μου έχει μείνει ένα δάκρυ
και χάνεται
σα να μην είναι τίποτα στον κόσμο
ένα δάκρυ
Σα να μην είναι τίποτα
ο πόνος του ανθρώπου

Από τη συλλογή "Ιστορίες Μοιραίων" 2014-2015

Αγάπα τον ήλιο των εραστών της ειρήνης

Βιογραφικό της Μαρίας Καρδαρά από την ίδια

"Η ποίηση είναι 
η αρρώστεια μου και η θεραπεία μου"
Από ημερολόγιο της ποιήτριας


Εγώ η Μαρία Καρδαρά είμαι Ελληνίδα.
Χαρά μου! και δόξα μου!
Αγαπώ την πατρίδα μου
την θεοφόρα Ελλάδα
Αγαπώ και θαυμάζω τους Έλληνες για τον πολιτισμό που χάρισαν στους λαούς και τη Δημοκρατία το ανθρώπινο πολίτευμα.

Γεννήθηκα στο Κατσαρού της Μεσσηνίας  21-3-1924.
Είμαι το τελευταίο παιδί του Αριστομένη Κωνσταντίνου Καρδαρά και της Βασιλικής Δημητρίου Καπράλου.
Ο αδελφός μου Ντίνος Καρδαράς έπεσε υπέρ πατρίδος 31-12-1940.
Η γλυκειά αδελφή μου Ευσταθία Σιώρη πέθανε στις 17-4-1999.
Οι γονείς μου ήταν αγρότες,
Τους αγάπησα πολύ.

Αγάπησα με πάθος την ποίηση!
Αφιερώθηκα στη Λογοτεχνία.

Ευχή μου,
Αγάπα τον ήλιο
των εραστών της ειρήνης!!
Αγάπα τον ήλιο!!

9.12.15

Αιωνία της η μνήμη

"Ελπίζω η θεία να πάει στον παράδεισο 
και να γράφει ποιήματα εκεί. 
Καλό της ταξίδι"  
Η ανηψιά της


Σήμερα τα ξημερώματα η Μαρία Καρδαρά πέθανε πλήρης ημερών (93 ετών)

Η κηδεία της είναι αύριο στο Κατσαρού Μεσσηνίας  στις 11  το πρωί..
____________________
Το ιστολόγιο θα συνεχίζει να ενημερώνεται με το πολυσέλιδο ανέκδοτο έργο της.

27.10.15

ΚΑΤΟΧΙΚΑ - 22 ΙΟΥΛΙΟΥ 1943


Πριν από χρόνια πολλές φορές αναρωτήθηκα τι να έγιναν οι ξανθιές Γερμανίδες στρατιωτίνες ΝΑΖΙ που περιπολούσαν την Αθήνα με κατακαίνουργιες στολές, ροδοκόκκινες και βήμα βαρύ που το αλάφρανε ο ρυθμός της Λιλή Μαρλέν...

Τι να έγιναν αυτές οι χορτασμένες Γερμανίδες αφού το δίκιο του ... πολέμου ορίζει ο νικημένος λαός να ταίζει το νικητή και κείνος να πεθαίνει.

300 χιλιάδες οι δολοφονημένοι  Έλληνες και τι να έγιναν αυτές οι Ναζί Γερμανίδες όταν γύρισαν νικημένες στη χώρα τους.
                                                      
  • 22 ΙΟΥΛΙΟΥ 1943 

Στην Αθήνα γίνεται η μεγάλη διαδήλωση κατά της καθόδου των Βουλγάρων μέχρι τον Όλυμπο
.
ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ - ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟ ΛΑΟ - ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠ'ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

  • 22 ΙΟΥΛΙΟΥ 1943 

Ώρα 10 παρά 20 ακούγεται η μεγάλη φωνή ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ!
Οι δρόμοι, οι πλατείες, γιομάτοι διαδηλωτές τραγουδάνε τον ΕΘΝΙΚΟ ΥΜΝΟ και άλλα τραγούδια της λευτεριάς. 
Τα Γερμανικά τανκς πυροβολούν στην Αθηνάς και σκοτώνουν 30 Έλληνες. 
Στην Πανεπιστημίου δεν πέφτει φύλλο αλλά απ'το Σύνταγμα κατηφορίζουν 2 τανκς. 

Οι διαδηλωτές παραμερίζουν και μόνο η 17 ετών ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ανοίγει τα χέρια της, τραγουδάει και κρατεί μια μικρή Ελληνική σημαία. 
Το τανκ κατεβαίνει και η Σταθοπούλου στέκεται μπροστά του να του κόψει τη φόρα. 
Ο Γερμανός την πυροβολεί, εκείνη στέκεται ακόμα. 
Το τανκ περνάει πάνω στο σώμα της Σταθοπούλου.

Στο άλλο τανκ ανεβαίνει η φοιτήτρια της Γαλλικής φιλολογίας  ΚΟΥΛΑ ΛΙΛΗ, 19 ετών. 
Έβγαλε το παπούτσι της και χτυπάει το Γερμανό με το τακουνάκι της. 
Εκείνος την σκοτώνει με 6 σφαίρες.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ - ΚΟΥΛΑ ΛΙΛΗ  Aιώνια η μνήμη σας!!
ΗΡΩΙΔΕΣ! Δεν παίρνουν οδηγίες, ούτε διατάζουν! Ανυψώνουν τον άνθρωπο!

24.10.15

Οι Αόρατοι


















Νους εν εκστάσει
ανασταίνει νεκρούς
Ω, μνήμη αιωνία των αοράτων!

Ευτυχισμένοι οι αόρατοι
οι πανταχού παρόντες

Σαν σύννεφα λευκά στον ουρανό
σαν αέρας δροσερός από το πέλαγος
αγκάλιασαν στοιχείο φυσικό
έναν χρυσό αιώνα

Στους αιώνες άφησαν το σώμα τους
μέσα στον πηλό, το μάρμαρο, το χαλκό
και το χαρτί

Ω, Νέκταρ! ω, Αμβροσία!
ω, Μνήμη!
εσύ κρατείς ζωντανούς τους νεκρούς
εσύ έπλασες τους αόρατους θεούς

Όλυμπε των θεών
ευλαβούμαι τον θεό της ειρήνης

Τους πολεμοκάπηλες και τους άρπαγες
ας έχει ο Πλούτων στον Τάρταρο

11.6.15

Ο Σετλά

Ο Σετλά, κοντοστούπης και κακομούτσουνος,  
ο περίγελως του χωριού και ο καημός της μάνας του, 
μετά το θάνατό της, με οδηγό τις συμβουλές της και
την αγαθοσύνη του, επιβιώνει από τα καψώνια και
τις δολοπλοκίες των συγχωριανών του και αναγορεύεται ευεργέτης του χωριού.

Σε μορφή ebook στο τέλος της σελίδας

22.2.15

ΘΑΛΑΜΟΣ ΑΝΙΑΤΩΝ

                             Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo

Η Μαριάννα είναι κατάκοιτη. Στο σώμα της ανοίγουν πληγές που πονούν και βρομάνε. Αθεράπευτες πληγές και ατέλειωτος πόνος.
 Όμως σαν μια ελπίδα, σαν δυνατότητα, θέλει να φέρουν το πιάνο της να παίξει ένα ρέκβιεμ ή κάτι πολύ εύθυμο, έστω.
«Αδερφή, γιατί δεν έφεραν το πιάνο μου;»
Η νοσοκόμα δεν της απαντάει.
Η Μαριάννα ξαναρωτάει: «Αδερφή, δεν ακούς; Θέλω να φέρουν το πιάνο μου. Το πιάνο μου!»
Η νοσοκόμα πάει κοντά της και της λέει σιγά: «Σκάσε».
«Απαιτώ ευγένεια!» φωνάζει η Μαριάννα. «Απαιτώ να φέρουν το πιάνο μου».
«Εδώ είναι νοσοκομείο», λέει η νοσοκόμα, «δεν είναι αίθουσα συναυλιών...»
«Θα το συζητήσω με τον γιατρό. Ο γιατρός ξέρει τη θεραπευτική δύναμη της μουσικής».
«Για ποια θεραπεία μιλάτε; Εδώ είναι ο θάλαμος ανιάτων. Εδώ μέσα είναι τριάντα άνθρωποι κατάκοιτοι. Η μουσική τούς λείπει;»
«Θάλαμος ανιάτων;» απόρησε η Μαριάννα. «Ώστε με πέταξαν τα παιδιά μου;»
«Και οι άλλοι άνθρωποι είναι», είπε η νοσοκόμα.
«Άνθρωποι, δε λέω», είπε η Μαριάννα, «όμως εγώ είμαι καθηγήτρια του πιάνου, είμαι τραγουδίστρια, εγώ δίδαξα μουσική σε πολλούς νέους. Γιατί δεν φέρνουν το πιάνο μου;»
«Γιατί εδώ είναι ο θάλαμος ανιάτων», είπε η νοσοκόμα.
«Αδερφή, είμαι γιομάτη πληγές – ξέρεις ποιος με πλήγωσε; Δεν θυμάμαι να με χτύπησαν, να με πυροβόλησαν... Δεν θυμάμαι πώς έγιναν όλα. Αδερφή, βάλε μια κουλούρα στη μέση μου. Δε με λυπάσαι, αδερφή;»
«Σας έβαλα μαξιλάρι», είπε η νοσοκόμα.
«Αδερφή, πονάω! Αδερφή!»
«Θα περάσει ο γιατρός και του λέτε πού πονάτε».
«Φρίκη!» είπε η Μαριάννα. «Όλη τη νύχτα βρόμαγαν τα πόδια κάποιου. Ευτυχώς εγώ δεν βρομάω... όμως η βρόμα έβγαινε από το κρεβάτι μου. Είχατε βάλει κάποιον στο κρεβάτι μου; Βρόμαγε σαν πτώμα. Βάλατε στο κρεβάτι μου ένα πτώμα! Όλη τη νύχτα βρόμα, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Και το φεγγάρι γιόμισε πληγές – βρόμαγε και το φεγγάρι... Αδερφή, γύρισέ με στο πλάι. Πονάω, αδερφή!»
«Τώρα θα πιείτε το τσάι σας», είπε η αδερφή.
Χάρηκε η Μαριάννα. «Θα πιω το τσάι μου... Με λίγο γάλα, παρακαλώ. Αδερφή, τη ρόμπα μου να σηκωθώ. Θα πιω το τσάι μου στο τραπέζι... Τις γαλάζιες παντοφλίτσες μου, παρακαλώ... Αδερφή, τη ρόμπα μου, τις παντοφλίτσες μου... Αδερφή, βοήθησέ με να σηκωθώ. Δεν ακούς, αδερφή; Θα πιω το τσάι μου στο τραπέζι!»
«Κυρία Μαριάννα, θα πιείτε το τσάι σας στο κρεβάτι, έχω δέσει τις πληγές σας. Αν σηκωθείτε, θα λυθούν οι επίδεσμοι και θα χυθείτε...»
«Αδερφή, με τρομοκρατείς, θα διαμαρτυρηθώ...»
«Σε ποιον;» είπε σαρκαστικά η νοσοκόμα.
«Στον οικογενειακό μου ιατρόν».
«Ας έρθει ο οικογενειακός σας ιατρός να σας σηκώσει εκείνος... Παλιόγρια, θα πιεις το τσάι σου;»
Η Μαριάννα κλαίει σιγά και λέει σιγά: 
«Με τα δάκρυα θα εκτονωθώ. Και ευτυχώς που δεν βάφτηκα ακόμα... Ευτυχώς που δεν έβαψα τα μάτια μου ακόμα...»
«Θα πιεις το τσάι σου;» είπε η νοσοκόμα θυμωμένη.
«Αδερφή», είπε η Μαριάννα, «είσαι πολύ σκληρή».
«Κυρία Μαριάννα, εσύ είσαι σκληρή που σαπίζεις ζωντανή. Σεις όλοι δω μέσα οι κατάκοιτοι που σαπίζουτε. Και να κάνουτε ό,τι σας λέω!»
Η Μαριάννα απτόητη. «Και τι ξέρεις εσύ τι πρέπει να κάνω εγώ; Τι ξέρεις;»
«Εγώ», λέει η νοσοκόμα, «ξέρω πως πρέπει να πιεις το τσάι σου, αν θέλεις να ζήσεις καμιά μέρα ακόμα».
«Και πού είναι γραμμένο πως με ένα τσάι μπορείς να ζεις μια μέρα;»
«Αν δεν πιεις το τσάι σου, θα το δώσω στο άλλο κρεβάτι», είπε η νοσοκόμα.
«Και φταίω εγώ, παιδί μου, που αρρώστησα; Φταίω εγώ;»
«Και ποιος φταίει;» ρώτησε η νοσοκόμα. «Σεις φταίτε! Η δική σας σάρκα λιώνει και βρομάει».
«Αδερφή, μου δίνετε την πούντρα μου;»
«Αργότερα», είπε η νοσοκόμα. «Τώρα μοιράζω το τσάι».
«Φοβάμαι», είπε σιγά η Μαριάννα. «Αδερφή, φοβάμαι...»
«Τι φοβάσαι;» είπε η νοσοκόμα. «Τον ύπνο φοβάσαι;»
«Ύπνος είναι; Ώστε ύπνος... ύπνος... ε, λοιπόν όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Δεν ήρθες να μου αλλάξεις τις γάζες, να με πλύνεις λιγάκι...»
«Αυτό έπρεπε να το κάνει η νυχτερινή, γιατί δεν της φωνάξατε;»
«Όλη τη νύχτα φωνάζαμε... Πόσοι είπες είμαστε, τριάντα δεν είπες;»
«Τριάντα είπα. Οι είκοσι πέντε είναι γέροι-γέροι και οι πέντε μεσήλικες».
«Ναι», λέει η Μαριάννα, «αυτοί οι νέοι βλαστήμαγαν όλη τη νύχτα. Τόσο φώναζαν, που είπα θα σηκωθούν και θα τα σπάσουν όλα».
Η νοσοκόμα γέλασε. «Όλοι εδώ μέσα είναι κατάκοιτοι, πώς να σηκωθούν; Αν μπορούσαν να σηκωθούν, δεν θα έβαζαν τριάντα ανθρώπους σε έναν θάλαμο! Θα πρόσεχαν οι Διοικήσεις!»
Τριάντα φωνές πονεμένες: «Μας βασανίζουν οι Διοικήσεις! Μας βασανίζουν οι Διοικήσεις! Όταν είσαι αδύναμος, όλο και κάποια Διοίκηση σε αρπάζει απ' τον λαιμό. Οι Διοικήσεις μάς βασανίζουν!»
Η νοσοκόμα έτρεξε να φέρει τον γιατρό. Οι κατάκοιτοι προσπαθούσαν να σηκωθούν και η βρόμα στον θάλαμο αυξήθηκε. Και οι ίδιοι που βρόμαγαν δεν άντεχαν και φώναζαν: 
«Μας βασανίζουν τα Διοικητήρια!»
Η Μαριάννα φώναζε πιο δυνατά από όλους: «Οι Διοικήσεις δεν επιτρέπουν να φέρουν το πιάνο μου. Θέλω να φέρουν το πιάνο μου να παίξω ένα ρέκβιεμ για όλους. Και μετά κάτι πολύ χαρούμενο για την αγάπη του καθένα».
Οι κατάκοιτοι όλοι: «Να φέρουν το πιάνο να παίξει η Μαριάννα. Το πιάνο! Να τραγουδήσει η Μαριάννα!»
Στον θάλαμο μπήκε ο γιατρός και είπε: «Ησυχία!»
Ο γιατρός φορεί μάσκα και κίτρινα λαστιχένια γάντια.
Η Μαριάννα γελάει. «Συγγνώμη, γιατρέ, κατάδυση θα κάνετε; Απ' όσο θυμάμαι...»
«Μην ενοχλείτε τον γιατρό!» τη διακόπτει η νοσοκόμα. «Ο γιατρός θέλει ησυχία να σας εξετάσει». Και λέει μέσα της: Κι εγώ πρέπει να φορέσω μάσκα. Και οι κατάκοιτοι να φορέσουν μάσκες. Όλοι να φορέσουμε μάσκες.
Η Μαριάννα απλώνει το χέρι της για χειραψία στον γιατρό, ο γιατρός κάνει πως δεν καταλαβαίνει, η Μαριάννα κλαίει σιγά. Η νοσοκόμα ξεσκεπάζει τη Μαριάννα, ο γιατρός κοιτάζει το πληγιασμένο σώμα.
«Σκέπασέ τη», λέει στη νοσοκόμα.
Η νοσοκόμα τη σκεπάζει με το βρόμικο σεντόνι.
«Γιατρέ, πώς με βλέπετε;» ρώτησε η Μαριάννα με κάποιο λυγμό.
«Καλά, καλά, όλα θα πάνε καλά», είπε ο γιατρός.
«Θα πεθάνω, γιατρέ;»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο...»
«Οι πληγές μου βρομάνε. Γιατί βρομάνε;»
«Φυσική κατάσταση», είπε αδιάφορα ο γιατρός.
«Γιατί δεν με θεραπεύετε, γιατρέ; Δεν υπάρχουν φάρμακα για μας;» είπε με παράπονο η Μαριάννα.
«Τη θεραπεία την ορίζει ο γιατρός», είπε η νοσοκόμα. «Κοιμήσου!»
«Ο άρρωστος θέλει να θεραπευτεί», ανταπάντησε η Μαριάννα. 
«Χωρίς φάρμακα, πώς θα γίνω καλά;»
«Κάποτε δεν υπάρχουν φάρμακα», είπε η νοσοκόμα.
«Ανίατη αρρώστια δεν υπάρχει, γιατί με εγκαταλείπουν;» φωνάζει η Μαριάννα. 
«Θέλω να φέρουν το πιάνο μου... Θέλουμε ψυχαγωγία!»
Και σα να ήταν το σύνθημα της εποχής, οι ανίατοι φώναζαν: 
«Θέλουμε ψυχαγωγία! Ψυχαγωγία!»