29.11.13

O Σετλά

Δημοσιεύτηκε Πέμπτη, 28 Νοεμβρίου 2013 13:00
στο diastixo.gr

της Μαρίας Καρδαρά
Από το σπίτι του Σετλά απλώνεις το χέρι σου και πιάνεις το βουνό. Άλλα σπίτια κει κοντά δεν είναι, παρά το σπίτι της θειας του της Κώσταινας, και τους χωρίζουν ένα χωράφι και δυο λαχανόκηποι, κάπου δυο στρέμματα τόπος.
Το βουνό δε βγάνει νερό και δεν έχει πηγές. Κοιμάται το νερό του βουνού και για να πίνουν νερό ο Σετλά και η μάνα του κατεβαίνουν στο χωριό και παίρνουν απ' το πηγάδι του χωριού, δέκα λεφτά δρόμος.
Και είναι ο δρόμος κατήφορος και τον κατεβαίνεις, ανήφορος και τον ανεβαίνεις.
«Να πας για νερό, Σετλά».
«Να πάου, μάνα».
Παίρνει το μπουγέλο και τη λαήνα ο Σετλά και πάει στο πηγάδι. Βγάνει νερό με το μπουγέλο και γιομίζει τη λαήνα του, γιομίζει και το μπουγέλο και είναι έτοιμος να φύγει, όταν ακούει την καμπάνα να βαρεί δυνατά και γρήγορα.
Κάποιο νέο θα μάθουν οι χωριάτες όταν βαρεί η καμπάνα τους έτσι γρήγορα και ο Σετλά δειλιάζει να πάει στην πλατεία και περιμένει στο πηγάδι μη και περάσει κανένας να μάθει το νέο.
«Σετλά, να 'ρθείς στην πλατεία», του είπε ο Γρηγόρης. «Μας παίρνουν στρατιώτες».
«Θα 'ρθώ», είπε ο Σετλά, αλλά δεν πάει. Πήρε το μπουγέλο του και τη λαήνα και πάει το νερό στο σπίτι του.
Ανεβαίνει στη Ραχούλα –έτσι λένε το μέρος όπου είναι το σπίτι του–, αφήνει το νερό και κατεβαίνει για την πλατεία. Σηκώνει το κασκέτο του, βάνει τα χέρια στις τσέπες και περπατεί καμαρωτά όπως ο Σταύρακας. Κατεβάζει το κασκέτο του, βγάνει τα χέρια από τις τσέπες, σκύβει το κεφάλι του και γίνεται πάλι ο Σετλά.
Στην πλατεία κοντά στον ευκάλυπτο είναι μαζωμένοι οι χωριάτες και ο Σετλά στέκεται στην άκρη. Κάνα δυο του είπαν «καλημέρα, Σετλά», είπε και ο Σετλά «καλημέρα».
Ο πρόεδρος του χωριού κρατεί έναν κατάλογο και φωνάζει τα ονόματα όσων είναι είκοσι χρονών. Και όποιος ακούει το όνομά του λέει «παρών». Τελευταίος στον κατάλογο είναι ο Σετλά και ο πρόεδρος φωνάζει: «Σετλά Ορεινόπουλος».
Ο Σετλά ακούει το όνομά του, πάει να μιλήσει, και δεν ξέρει τι λένε και σωπαίνει.
Ξαναφωνάζει ο πρόεδρος: «Σετλά Ορεινόπουλος».
«Εδώ είναι ο Σετλά, παρών», είπε ο Σταύρακας.
Στους εικοσάχρονους παρόντες βγάνει λόγο ένας λοχίας αλλά ο Σετλά είναι κοντός και δεν τον βλέπει και δεν ξέρει ποιος είναι ούτε πολυκαταλαβαίνει τι λέει.
«Έχω διαταγή», είπε ο λοχίας, «να μαζώνω τους εικοσάρηδες να πάνε στρατιώτες. Αρκετά μεγαλώσατε, μπορείτε να σκοτωθείτε. Η δουλειά που θα μάθετε είναι να σκοτώνουτε και να σκοτωνόσαστε. Προσέχτε! Θα σημαδεύουτε τον εχθρό στο μάτι. Ακούτε; Στο μάτι! Έτσι, δεν ξαστοχάει η σφαίρα και του το τρώτε το κρανίο. Προσοχή στον στόχο! Και ο στόχος, θα με ρωτήσουτε, ποιος είναι; Άνθρωπός τις...»
Ο Γιάννης είπε σιγανά: «Ρε Περικλή, ο στόχος άνθρωπός τις... η ανθρωπότη»;
«Ε ναι, άνθρωπός τις...» είπε ο Περικλής.
«Ένας ένας», είπε ο λοχίας, «να έρχεται να τον μετράω στο μπόι· θέλουμε παλικάρια για στρατιώτες...»
Με έναν σπάγγο μετράει το μπόι τους από τα πόδια μέχρι το κεφάλι και λέει «κάνεις» . Μετράει τον άλλο και ξαναλέει «κάνεις». Φτάνει και η σειρά του Σετλά, τον βλέπει ο λοχίας και βάνει τα γέλια. «Ρε κακομοίρη, μια χαψιά σε κάνει εσένα το κανόνι! Συ κάνεις μόνο για πολεμοφόδιο. Σε τυλίγω στο στουπί, σε βάνω στο κανόνι και βγαίνεις απ' την μπούκα του χαρτοπόλεμος!»
Τότε άρχισαν ούλοι να γελάνε και ο Σετλά καταλαβαίνει πως τον κοροϊδεύουν και δεν ξέρει τι να κάνει.
«Να πας στο σπίτι σου», είπε ο λοχίας, «δεν κάνεις για στρατιώτης». Μέσα στα γέλια πισωγυρίζει ο Σετλά, κονταίνει πιο πολύ και φεύγει. Και του λέει ο Στέφανος ο κατσαρομάλλης: «Α, ρε Σετλά πλουσιόπαιδο, που δεν πας στρατιώτης! Μόνο τα πλουσιόπαιδα, οι μεγαλοκληρονόμοι δεν πάνε στρατιώτες!...»
Ο Σετλά ούτε χαίρεται ούτε λυπάται που τον κοροϊδεύουν. Με τα κοντά ποδαράκια του τρέχει και φτάνει στη Ραχούλα.
«Έλα, Σετλά, να καθαρίσουμε τα λάχανα», του είπε η μάνα του.
«Έρχομαι, μάνα».
«Γιατί βαρεί η καμπάνα, Σετλά;»
«Είναι ένας ξένος και παίρνει τους εικοσάρηδες για στρατιώτες. Πόσων χρονώ είμαι, μάνα;»
«Όσο θέλει ο καιρός και είσαι...»
«Είμαι είκοσι χρονώ! Ο πρόεδρος φωνάζει τα ονόματα στην πλατεία και με έχουν γραμμένο...»
«Να λες δεν είσαι είκοσι χρονώ... Βρε κακοζάκανε Σετλά, στρατιώτη θα σε κάνω εσένα; Και ποιος θα φέρνει χορτάρια για τη γουρούνα και ποιος θα φέρνει ξύλα για τη φωτιά και με ποιον θα τινάζω τις ελιές μας;... Τους είπες είσαι είκοσι χρονώ;»
«Δεν είπα τίποτα».
«Βρε κακοζάκανε Σετλά, γιατί έχει τη γλώσσα ο άνθρωπος;»
«Τι να 'λεγα, μάνα;»
«Τι να 'λεγες; Δεν είσαι είκοσι και είσαι δέκα!»
«Μ' έχουν γραμμένο και είμαι είκοσι...»
«Να χαθούνε οι παλιογραφιάδες και να χάνουνται! Και δε ρωτάνε και έχω ψωμί και έχω αλάτι και με τι φαρμάκια σε μεγαλώνω. Δε σε στέλνω στρατιώτη!»
«Μάνα, δε με παίρνουνε στρατιώτη!»
«Γιατί δε σε παίρνουν;» ρώτησε θυμωμένη η μάνα του Σετλά.
Ο Σετλά σηκώθηκε και χοροπήδαγε. «Είμαι κοντός και αχαμνός και δε με παίρνουνε στρατιώτη! Είμαι κοντός και αχαμνός και δε με παίρνουνε στρατιώτη... Και μια χαψιά με κάνει το κανόνι, έτσι είπε κείνος ο ξένος...»
«Και τους άλλους τι τους κάνει το κανόνι; Τους χαϊδεύει το κανόνι; Χου χου, ας πάνε να τους χαϊδεύει το κανόνι...» είπε η Λιου. «Άναψε τη φωτιά, Σετλά, και βάλε νερό να βράσουμε τα λάχανα να φάμε. Και φέτος οι ελιές μας έχουν γιόμο και το λάδι της χρονιάς μας θα το βγάλουμε».
[...]

28.9.13

«ΕΤΕΡΟΝ ΟΥΔΕΝ»

Δημοσιεύτηκε Τρίτη, 24 Σεπτεμβρίου 2013 11:27

«ΕΤΕΡΟΝ ΟΥΔΕΝ»της Μαρίας Καρδαρά

Όλα τα γράμματα που μας έστελνε η θεια μου τον τελευταίο καιρό τέλειωναν ίδια: «έτερον ουδέν». 
Ούτε το όνομά της έβανε ούτε τίποτα, «έτερον ουδέν». 
Η μάνα μου ρώτησε τον πατέρα μου τι διάβολος είναι αυτό το «έτερον ουδέν», αλλά κι εκείνος δεν ήξερε. 
«Πού να ξέρω;» της είπε. 
«Δε ρωτάς τον Δάσκαλο; Θα ξέρει… 
Πολλά τα ακατανόητα του κόσμου, ένα ακόμα τι βλάπτει; Ό,τι λέει, λέει», της είπε ο πατέρας μου. 
«Στην Αθήνα μπορεί να άλλαξαν όνομα στην αδερφή σου και να τη λένε Έτερον Ουδέν…» 
Η μάνα μου δεν ικανοποιήθηκε και όταν θα ερχόταν η αδερφή της στο χωριό, θα τη ρώταγε να μάθει.

Αλλά και η θεια μου δεν ήξερε τι σημαίνει «έτερον ουδέν ». Το έλεγε ο θειος μου κάπου είκοσι φορές τη μέρα και το ’μαθε κι εκείνη όπως μαθαίνεις κάτι σπουδαίο… 
Και μας το έγραφε να μας κάνει τη ρεκλάμα της – στην Αθήνα ξέρουν περισσότερα απ’ τους χωριάτες! 
Και η θεια μου έμενε στην Αθήνα δώδεκα χρόνια, σωστή Αθηναία.

Το σπίτι τους ήταν τρώγλη, βρόμαγε μούχλα και απόπατο. Μα στο χωριό χειρότερα, δεν είχαν στρέμμα. 
Έτσι, πήραν των ομματιών τους και έφυγαν για την πρωτεύουσα. 
Ο θειος μου έγινε νεκροθάφτης και η θεια μου καθαρίστρια του νεκροταφείου. 
Η μάνα μου το είχε ντροπή, τέτοια δουλειά η αδερφή της και ο γαμπρός της… 
Όμως δουλειά είναι κι αυτή, πού να βρεις και καλύτερη; 
Κάθε μέρα ο θειος μου στην πόρτα του νεκροταφείου στεκόταν και διάβαζε κάτι που ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα. 
Στην αρχή διάβασε συλλαβιστά: «έ-τε-ρον ου-δέν» και τόσο εντυπωσιάστηκε, που το έμαθε απ’ όξω· «έτερον ουδέν», το εύρημά του! 
Και όταν έθαβαν τον νεκρό και τον αποσκέπαζαν με χώμα έλεγε: «Έτερον ουδέν».

Ο θειος μου και η θεια μου είχαν δύο παιδιά, τη Μαρία και τον Τάκη. 
Η Μαρία πέθανε στα οχτώ της χρόνια από φυματίωση. 
Τι κλάματα κάναμε όλοι μας! 
Ήταν ακατανόητο να πεθαίνεις στην Αθήνα… 
Καλά, στο χωριό δεν έχεις γιατρό, μα στην Αθήνα να πεθαίνεις από πείνα; 
Μα πώς να γίνει; Πεθαίνεις παντού.

Πάνω στον τάφο της Μαρίας ο θειος μου έγραψε με χαλίκια «έτερον ουδέν». 
Ένας συνάδελφός του που τον είδε τον ρώτησε: 
«Τι γράφεις, Παναγιώτη;»
 Και του απαντάει ο θειος μου: 
«Διάβασε τι λένε τα χαλίκια». 
Διαβάζει ο άλλος «έτερον ουδέν» και δεν καταλαβαίνει. 
«Και τι είναι αυτό;» ξαναρωτάει τον θειο μου. 
Κι ο θειος μου του λέει: «Σοφό». 
«Και τι σχέση έχει ο τάφος με το σοφό; Σοφό είναι να ζεις», του λέει ο άλλος. 
Ο θειος μου πότισε τα λουλούδια και διάβασε ακόμα μια φορά: «Έτερον ουδέν». 
Και κάθε που τον ρώταγαν «Τι κάνεις, Παναγιώτη;» έλεγε «Έτερον ουδέν» και εννοούσε πως πέθανε η Μαρία. 
Έτσι το εξήγησε στη μάνα μου όταν τον ρώτησε και το μάθαμε κι εμείς οι άλλοι. 
Στραβά, ίσια; Ποιος τα ρωτάει αυτά; «Έτερον ουδέν».

Η Μαρία Καρδαρά γεννήθηκε στο Κατσαρού Μεσσηνίας. Σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή της Αθήνας. Το 1981 εξέδωσε τη συλλογή Θρήνος για τη μητέρα μου. Ανέκδοτα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Η λέξη. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στην ανθολογία Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα(εκδ. Καστανιώτη), καθώς και στην Ανθολογία Θρησκευτικής Ποίησης του Σήφη Κόλλια. Υπάρχει μεγάλη ανέκδοτη λογοτεχνική εργασία.

21.7.13

Θρήνος για τη Μητέρα μου

Γνώρισα τον Άδη
όταν είδα
τη Μητέρα μου νεκρή
και τους λυγμούς μου
δεν αποστόμωσαν
κελαηδισμοί και ουρανός
ούτε η θνητή μου ύλη.
Ακούμπησα το θάνατο
μάγουλο με μάγουλο
όταν φίλησα τη Μητέρα μου νεκρή
και υδρία δακρύων
παντού ταπεινώθηκα
και με θρήνους μετρώ
τη ζωή μου.
Συντριμμένη και μόνη τον αέρα εστέναξα,
το νερό καταπίκρανα,
στο χιόνι μαρτύρησα το γάλα που ήπια.
Ό,τι αγαπάω είναι νεκρό.
Εγώ που το θάνατο
στον ύπνο εξέχασα
και το φθαρτό εσαρκώθηκα
και πολύ αγάπησα
και πολύ αναστέναξα
συντριμμένη και μόνη
σε κόσμο νεκρό περιφέρομαι
και στις άδειες κραυγές μου
λιγοψυχώ.
Και τη δύση μου
ο θάνατος νέκρωσε.
Να μη βλέπω ένα σύννεφο άσπρο
που γυρίζει στον κόσμο
τη σκιά της μητέρας μου ανώνυμη πια.


                          
Ώ , η φθορά του ήλιου-
η νεκρή Μητέρα μου!
Το παρήγορο φέγγος της θαλπωρής
την οδύνη του θανάτου περιβάλλεται.
Ώ, οι απελπισίες των ρόδων
μεγαλύτερες απ΄ τα εγκόσμια έργα
και πάρεργα.
Οι ιστορίες των λυγμών.
Ο ουρανός της φωτιάς
κατακαίγεται στην απότιστη ρίζα-
ο επόμενος θάνατος.
Ερημιά μου ο δρόμος!
Ερημιά μου τα δέντρα!
Ό,τι αγαπάω είναι νεκρό.
                          
Θα ματώσουν τα αναίμαχτα.
Θα συμπεριληφθούν στο θάνατο
οι Μητέρες και η δύναμη.
Αφήστε τις σωτηρίες -
το αθάνατο κάλλος της Μητέρας μου
πέθανε.
Μητέρα μου,
ας μην είχα γεννηθεί
από τη μαύρη πέτρα,
από την πίσσα νύχτα.
Όπου γεννιέσαι για να τρως
μια μπουκιά ψωμί
κλεμμένη
από το χέρι του χάρου.

                          
Αιώνια Μνήμη,
τα πρωτόγνωρα δάκρυα σου
δός μου,
να κλαίω τη Μητέρα μου,
τη μοναδική και την άφαντη…
Τα πρώτα σου δάκρυα
που το φως μέσα τίναξε
στων ανθρώπων τα μάτια
όταν είδαν το θάνατο άρνηση ζέστας.
Και τον κόσμο τον άκοσμο
μέσα τους πήραν,
τα φτερά των εντόμων
έσχατη γνώση
και έσχατη αλήθεια.
Αιώνια Μνήμη,
τα θλιβερότερα δάκρυα σου
δός μου
να κλαίω τη Μητέρα μου,
τη μοναδική και την άφαντη.
Τα πικρότερα δάκρυα
που ο ήλιος ποτέ
δεν τα ζέστανε
και φεγγάρι ποτέ
κοντά τους δε φτάνει

                          
Ώ, μη λέτε,
να μην κλαίω τη Μητέρα μου.
Οι μητέρες δε μετριούνται
με τα χρόνια,
με το γάλα με το ψωμί.
Μα, τι κλαίω για όνειρα
και χαμένες ελπίδες;
Τη ζωή που επέθανε,
τη νεκρή Μητέρα μου κλαίω.
Αιώνια μνήμη,
την καταχνιά και τα δάκρυα
δός μου,
να κλαίω τη Μητέρα μου.

Ώ, απουσία αβάσταχτη, απουσία Μητέρας!
…..
Πικραμένη, Μητέρα μου,
τη λύπη σου έπαιρνε η ζωή μου
και δεν ήξερα
πού είναι οι πεθαμένοι μας,
να πάω να σου τους φέρω.
Έμπαινε ο ουρανός στο σπίτι μας
και στα παράθυρα
και στο τραπέζι και στο γιούκο
έβρισκε μαύρο.
Λίμναζε το δάκρυ σου,
πίναν τα χελιδόνια
και χάναν την άνοιξη.
Και γω μεγάλωνα
και έλεγα, η νιότη μου δε φελάει,
αφού τα αδέρφια μου,
νέα και όμορφα πέθαναν.

                          
Νεκροστόλιζα την κούκλα μου
με φύλλα μεταξωτά,
την έκλαιγα και
την έθαβα στα βάτα.
Μετά την ανάσταινα,
τη φύσαγα στον ήλιο
και έβανα τη χρωματιστή
ομπρελλίτσα στο κεφάλι της
να μη μαυρίσει-την ομπρέλλα δεν την έθαβα,
οι νεκροί δε θέλουνε τίποτα.
Και η φωνή και η δροσιά τούς λειώνει.
Πίστευα την κούκλα μου αθάνατη.
Την άφηνα να την παίζουν
οι γάτες, τα σκυλιά και
τα αστέρια, πόδια έχεις, της είπα,
πήγαινε όπου θέλεις …
Κάποιο μεσημέρι,
μόλις πρόλαβα το γουρούνι
και δεν την κατάπιε,
την είχε όμως μασημένη-
μια κούκλα δράμα,
νεκρή επί σκηνής…
Κλαίγοντας, χτύπησα το ζο,
και πέταξα την κούκλα μου
στα φουσκιά.
Στο διάβολο! είπα,
που θα κλαίω για νεκρές κούκλες
και γιατί δεν έχω φτερά…
Δω υπάρχουν
πρωτόγονα χέρια,
πρωτόγονα μάτια
πρωτόγονες πατούσες
και πρωτόγονος θάνατος.
Μητέρα μου, παρουσία της ζωής,
έσπερνες τα γυρίσματα
του φεγγαριού
και φύτρωνε το χρυσό
και το πράσινο.
Το κορμί σου εβλάσταινε,
ανθισμένη, Μητέρα μου.
Στα χέρια σου ωρίμαζε
η καρδιά και το αύριο.
Η γης φύτρωνε στο περπάτημά σου,
σε ακολουθούσαν γεννήματα
και ελιές,
αμπέλια και φώτα.
Τα δέντρα που φύτεψες
σε λέγαν Μητέρα.
Οι κορφές τους έσκυβαν στην ποδιά σου
τις δροσιές και το θρόισμα.
Μητέρα μου,
όπου να ήσουνα
η φωνή σου ηχούσε τον κόσμο!
Η διαύγεια του λόγου σου,
οι τρομεροί θυμοί σου,
οι βροντερές βρισιές σου,
ανεβαίναν τον ουρανό
και ολοκληρώναν το Σύμπαν!
Εγώ, που έζησα στο ντόρο της φωνής σου,
τώρα δεν έχω μίλημα,
ούτε αντιμίλημα…
Στο ξεροπήγαδο της ερημιάς
μόνο τη σκοτεινιά
και το στεναγμό μου ακούω.
Σκουντουφλώντας μέσα μου,
σκουντουφλώντας γύρω μου,
η σιωπή σου.
                          
Μητέρα μου,
δε σε βρίσκω στις ελιές και στους δρόμους.
Από το σπόρο που έσπειρες
κόβω το ανθάκι,
το λειώνω στα χέρια μου
και η αφή μου πληγώνεται.
Απόκαμα,
να χτυπώ την απουσία σου με δάκρυα.
Και συ να μη με ξέρεις…
Πολυπαιδεμένη, Μητέρα μου,
ζύμωνες τα αστέρια
να αυγαταίνει το ψωμί μας.
Με την πούλια
άναβες το φούρνο
πάταγες τη λάμψη
και ανέβαινες στον ουρανό,
να ταΐσεις τα χαράματα
την πρώτη μπουκιά.
Μητέρα μου, σκόνη δεν καθόταν απάνω σου,
τον ήλιο και τον ουρανό
έδενες στη ζωή σου.

                          
Πικραμένη Μητέρα μου,
ο ύπνος σου στέναζε,
η μέρα σου στέναζε.
Κρυβόμουνα στα χορτάρια
και μάζωνα λουλούδια
να σου φέρω.
Λαμπρή μου μαυροφόρα!
καθόσουνα στο κεφαλόσκαλο
και έκλαιγες.
Σου έδινα τα λουλούδια
ούτε τα κοίταγες.
Με δακρυσμένο θυμό,
μου έλεγες,
πέτα τα ερμολούλουδα,
εμείς δεν έχουμε γιορτές.
Κι έλεγα μέσα μου,
Εγώ, σε έχω πάνου από γιορτάδες
και πάνου από χαρές…
Εγώ σε έχω μάνα!

                          
Ευωδιά της νερατζιάς,
πώς σε άφησα να πεθάνεις;
Την καρδιά μου σου άνοιξα
να κρυφτείς
και το αίμα μου κλαίει.
Ώ, Μητέρα μου,
εσύ που ήσουνα δυνατή
σα βοριάς και
γκρέμιζες τα χαλάσματα
να περνάει η άνοιξη,
στο θάνατο δεν αντιστάθηκες.
Δε φώναξες, δεν έκλαιγες…
Ήσυχα αποκοιμήθηκες
τον ύπνο το νεκρό.
Με το πικρό παράπονο
πως σ΄άφησα να πεθάνεις
και έμεινα ολομόναχη.
Μητέρα μου,
δεν έχω άλλη φωνή από το θρήνο μου.
Άλλη σιωπή.
Ας μη χτυπούν την πόρτα μας
με φώτα οι ημέρες.
Εμείς πεθάναμε,
δεν έχουμε χαρές.

19.7.13

Η Αναδυoμένη

Η μιλημένη μνήμη ο λόγος
άπονος μεταδότης
θυμάται μια γέννηση άλλη
 μια ωραία στιγμή
Απ τους αφρούς γεννήθηκε
η Καλλονή του Αρχιπελάγους
αυτή που στέργει και γοητεύει
Το κάλλος και ο Έρωτας
η Αναδυομένη
                         
Αυτή που πλάθει με τις θύελλες
το νέο πρόσωπό της,
αυτή που είναι η ατρόμητη
στην πάσα τρικυμία
Το πνεύμα της γλυκιάς πνοής
και η καρδιά των εραστών
η Αναδυομένη
                         
Αυτή που έχει τη χαρά και τη χαρίζει
η υπαρχτή και η ερχομένη
Αυτή που ολοκληρώνεται στην έκσταση
η Αναδυομένη
                          
Αυτή που ξέρει τα φιλιά
και τις τρελές αγάπες,
αυτή που τρέχει στις ακρογιαλιές
αφρολουσμένη και αγκαλιάζεται
Το κάλλος
Και ο έρωτας
η Αναδυομένη
                         
Η πιο γλυκιά των στεναγμών
η λατρευτή και η χαρισμένη
Αυτή που την ακολουθούν πουλιά
και οι φωνές της θάλασσας
Το τραγούδι των θεών

η Αναδυομένη

Σε Ωραίο Ποτάμι

Ωραίο ποτάμι του ουρανού
μαζεύεις άσπρα σύννεφα και ρόδινους αχινούς
να χτίσης την πόλη
Στις πηγές των αιώνων να χτίσης την πόλη
                         
Την Πόλη την Ιστορική και την Αιχμάλωτη
σήκωτη με το χώμα
Σπάσε τη φυλακή να βγη από το βούρκο
σαν φωτεινή επιγραφή στον ήλιο
                         
Στην ωραία θέα του κόσμου
οδήγησε το γένος των ανθρώπων
να απορροφήση η αιθρία τις φονικές επεμβάσεις 
να πλυθούν τα αίματα της ιστορίας
Ειρήνη στην πόλη  Ειρήνη στον κόσμο
Στο χαμόγελο των ανθρώπων
στους γλυκούς χυμούς του μήλου
να χτίσης την πόλη
Το φως σου φωτίζει τις εποχές
Στις αγγελίες της μουσικής να χτίσης την πόλη
                         
Ανύψωσε την πόλη σου από νερό και κρύσταλλο
Σε υποδέχονται αυτοί που διψάνε
και σε υμνούν οι ενώσεις σου
Δος μου το νερό να ξεδιψάσω το αδιέξοδο
της σκέψης μου
Δος μου τη συντροφιά σου τα μεσάνυχτα
όταν ξυπνάει η τρομαγμένη φωνή
                         
Με μαγεύει η θέα της κατοικίας σου
όταν πλέεις μέσα στο φως
Συνεπαίρνει το νου μου το ωραίο ταξίδι
Γιατί πρέπει και ο νους να ταξιδεύει
με το μονόξυλο
Να ξαναβρεί τις προϊστορικές αφές
τις μυθικές φιλίες με τ΄αστέρια
Κι ας κλάψει με λυγμούς αν προκαλεί
ένα μοιραίο θέαμα όπως
τα θαύματα του χάους
έπνιξαν το παπάκι στην ακροποταμιά
Έμεινε ένα πουπουλάκι
από απροσεξία του θηρίου
Στοίβες εικόνες οστά και κοκκαλάκια
ίχνος DNA ο δόκτωρ θα μας ερευνήση
ο δόκτωρ θα μας . . . προστατέψει
ή με το πουπουλάκι . . .
ή με το θηρίο . . .
                         
Είναι ένα ψύχος δίκοπο μαχαίρι όπου
χαράζει κόβει φέτες
το γνωστικό  αλά περσόνα
πριν απ το δέρμα και τον πόνο
πριν απ το κόκκαλο της μνήμης 
που γλύφει σα σκυλί η σκέψη
Ο δόκτωρ θα μας . . .προστατεύσει
                         
Ένα μοιραίο θέαμα των θρήνων:
ο πληγωμένος Άδωνις στα χέρια της θεάς
πεθαίνει
 Κλαίει με αναφιλητά η καλλονή του Αρχιπελάγους
Το δάκρυ της σμιλεύει τη μορφή του
στην καρδιά της
Είναι η μορφή του ψύχωση του μαγικού και
του ανίατου
Δεσμός μαινόμενος!
                         
Παντού το νερό ζητά η ακοή μου
στη φλέβα του ενστίκτου και της μοίρας
το νερό που θηλάζει η δελφίνη στα πέλαγα
Και ενώνουν το χώρο οι ακτίνες στο δέρμα
Αρμονία το νερό που κυλάει στο αίμα
Συρροή μενεξέδων οι νοήμονες ύλες
να βρουν την οντότητα οι μορφές και τα πάθη
Και αστέρια λαμπρά
στους κυματώδεις καθρέφτες
πλάθουν τον άνθρωπο, πλάθουν τη μνήμη
                         
Πρώτη αφή ήταν νερό στην ακοή μου
το πρώτο χτύπημα του εφιάλτη στην πλάτη
Υπόκωφο χτύπημα
Το ερπετό μέσα στο κέλυφος
Στο ίδιο κέλυφος, ο υποδόριος χρόνος
και η αρχή αυτής της επίσκεψης
στο έκπληκτο Σύμπαν
Αυτή η επίσκεψη που κανένας δεν θέλει
να τελειώσει
αλλά . . . όπως το είπε ο σάτυρος
Στον πλάνητα κύκλο
παντού το νερό ζητά η ακοή μου
το νερό της βροχής
το νερό που κυλάει στο ποτάμι
                          
Ωραίο ποτάμι του ουρανού
σε ακολουθώ από μια όχθη του κενού
Δε θα φωνάξω γύρισε!
Είσαι ποτάμι που κυλάς τα πεπρωμένα

Και το νερό είναι ένα πεπρωμένο

Με Λένε Κασσάνδρα

Κανένας δεν με πιστεύει
με λένε Κασσάνδρα
Κόρη βασιλιά και σκλάβα βασιλιά
και στάχτη τα βασίλεια
Όπως ορίζει η ιστορία
οι αστοχιές εξ ακοντίων
                         
Αχ! Μάνα Εκάβη του Άδη . . .
με το σφαγμένο κόκορα
μαντεύω το μέλλον Και τι μέλλον!
παραφωνίες και τέμπορα
Οι απέραντοι κόσμοι
τα σφαγεία Τα Μουσεία
Τις ζυγαριές του Απόλλωνα
πέταξα στη φωτιά Στο πυρ τα ζύγια!
Ποιος τη ζυγιάζει τη ζωή του, με τι;
Ζύγιασαν τη ζωή τους 
με πειρατείες και βόδια
Έχασαν τη ζωή τους
Ζύγιασαν τη ζωή τους
με χειροποίητα λάφυρα
και σφάγια ανθρώπων
Έχασαν τη ζωή τους
Με το σφαγμένο κόκορα
δεμένο στο λαιμό μου
τρέχει το αίμα του σιγή
Δεν τη λαλεί την ώρα
                         
Τούτο το στεφάνι της μαντείας
Τούτο το σκήπτρο των γερόντων
μου στοίχισαν ολόκληρη ζωή
Όλα τα ήξερα πριν να τα ζήσω
Αλλιώτικα είναι να τα ζεις
αλλιώτικα να τα θυμάσαι
Έβλεπα τη φωτιά προτού να βγάλη φλόγες
Κι όταν άναβε η φωτιά
έριχνα πάνω μου τις στάχτες
Λουζόμουνα με άδειες στάχτες …
Το θάνατο τον ήξερα
πριν από το θάνατό μου
                         
Τι τον ήθελα τον δολοπλόκο μάντη!
Ο ματωμένος και τρελός
βγήκε από τα πτώματα
Με τα μυαλά χυμένα πλάθει μάσκες
Λόγιών λογιώνε μάσκες φορεί
τα πρόσωπα των σκοτωμένων
Ελάτε, φώναζε, Ελάτε! Ξέρω το μέλλον των νεκρών
τα άλλα όλοι τα γνωρίζουν
Εσύ, μου λέει, κάμε πέρα!
Είσαι ακόμη ζωντανή
Έχεις ένα αρνίσιο μάτι
Γλύφεις την πέτρα και τ αλάτι
Κάμε πέρα!
                         
Αχ! τι φωτιές στην Πέργαμο τριγύρω
Τι σκοτωμός, τι βογγητά και τι φωνές βοήθεια!
Εκείνος κρέμασε στον άνεμο τις μάσκες
Σ όλο τον άνεμο οι μάσκες φώναζαν,
ρέκαζαν
μου ΄λεγαν κάμε πέρα!
Εδώ πεθαίνουν και πουλιά
από το φόβο των αιμάτων
Ανέβα στα βουνά
κοιμήσου με βοσκούς αν ζουν ακόμη
Ίσως γλυτώσουν τα βουνά
                          
Τον ανίσκιωτο δε θα τον δεις, κοιμάται
Σε κουρμπενιές και πλατανόφυλλα
και στις βαθιές σπηλιές θυμάται
Και στις μεγάλες μπόρες βγαίνει
στεφανωμένος με κισσό συννεφιασμένο
Μόνο στ αστέρια θα τον δεις
Θα σε γνωρίση στο νερό
Προτού σ αγαπήση
είχε ένα  πρόσωπο δικό σου
Τον παίρνουν και τον φέρνουν τα νερά
όπως τον είδα τότε στην πλημμύρα
όπως τον είδα σκοτωμένο
Έτσι που ήτανε ξανθός με τα λουλούδια
μοναδική φορά ψυχρός
μπορούσε να ξανακοπή
μπορούσε να ξαναπεθάνη
                         
Ποιο δρόμο να πάρω στην Τροία;
Ποιον ν΄αποχαιρετήσω;
Σαν άγνωστη μ ακολουθεί αυτή η σκιά
η δακρυσμένη
Ποιον ν αποχαιρετήσω; . . .
Στο δίφρο στον καρόδρομο
ο μεταξένιος του χιτώνας ματωμένος
στη λίχνη και στον άνεμο!
Μάνα Εκάβη του Άδη
λένε πως βρήκαν μια πηγή
που τρέχει αίμα απ το λαιμό μου
Ψάχνουν με τα μαχαίρια
                         
Να φύγω ναι!  από πού να φύγω;
Πώς να τη δέσω τη φωτιά
Μες το μαντήλι
χώρια οι στάχτες τα κειμήλια
Πως είμαι από τα λάφυρα το αρνιέμαι
Δεν ξέρω και τι άλλο
Είμαι σφαγμένη! το μαντεύω
Κοντά μου τρέχει το μαχαίρι
κι από κοντά ο ήλιος ρίχνει στα μάτια μου
το έρεβος
Στο τσακισμένο καθρεφτάκι
πάλι φωνάζει ο πειρατής
 αν θέλεις τα μαλάματα
έμπα στις πειρατίες
οι άνθρωποι στοιχίζουν λίγο
Αύριο η ζήτηση αλλάζει –
θ ασχοληθούμε με την τέχνη
Αχ, μάνα Εκάβη του Άδη! . . .
με ταραχή μ΄ακολουθεί
η ευωδιά της πικροδάφνης από Άργος και πάνω
Στην πέτρα τώρα…
Στην κόψη τώρα….
Ποιο δρόμο να πάρω στο Άργος;
                         
Δεμένη στα κατάρτια σταυρωτά
με τη στεριά και με τη θάλασσα
κείνος με έδενε σφιχτά με λόγια
Αν φτάσουμε στο Άργος, είπε,
θα αγοράσω σκουλαρίκια να φορείς
και δαχτυλίδια να φορείς
Περίκαλλη σκλάβα
αρραβωνιαστικιά του Απόλλωνα
με την ολόχρυση τη ζώνη της μαντείας
θα σ έχω στον περίαυλο στο πλάι
Μπορεί βεβαίως και να ζήσης . . .
Μπορεί βεβαίως να πεθάνης . . .
Τη νύχτα θα σου πω τα πιο ωραία
Όταν πεθάνω θα σε σφάξουν
στον τάφο μου διπλά μαχαίρια
Είναι το έθιμο του τόπου
Έπρεπε πριν να κακουργήσης
γιατί ήταν να απωλεσθής
                          
Αχ, μάνα Εκάβη του Άδη . . .
Τι να μασάς τη δάφνη και ποια μοίρα;
Τι να τις κάνεις τις μαντείες . . .
Ακόμη παιανίζουνε οι σάλπιγγες στην Τροία
Δεν ακούς; Άκου! άκου….
Η μουσική των εχθρών

Η μουσική των φίλων