19.7.13

Με Λένε Κασσάνδρα

Κανένας δεν με πιστεύει
με λένε Κασσάνδρα
Κόρη βασιλιά και σκλάβα βασιλιά
και στάχτη τα βασίλεια
Όπως ορίζει η ιστορία
οι αστοχιές εξ ακοντίων
                         
Αχ! Μάνα Εκάβη του Άδη . . .
με το σφαγμένο κόκορα
μαντεύω το μέλλον Και τι μέλλον!
παραφωνίες και τέμπορα
Οι απέραντοι κόσμοι
τα σφαγεία Τα Μουσεία
Τις ζυγαριές του Απόλλωνα
πέταξα στη φωτιά Στο πυρ τα ζύγια!
Ποιος τη ζυγιάζει τη ζωή του, με τι;
Ζύγιασαν τη ζωή τους 
με πειρατείες και βόδια
Έχασαν τη ζωή τους
Ζύγιασαν τη ζωή τους
με χειροποίητα λάφυρα
και σφάγια ανθρώπων
Έχασαν τη ζωή τους
Με το σφαγμένο κόκορα
δεμένο στο λαιμό μου
τρέχει το αίμα του σιγή
Δεν τη λαλεί την ώρα
                         
Τούτο το στεφάνι της μαντείας
Τούτο το σκήπτρο των γερόντων
μου στοίχισαν ολόκληρη ζωή
Όλα τα ήξερα πριν να τα ζήσω
Αλλιώτικα είναι να τα ζεις
αλλιώτικα να τα θυμάσαι
Έβλεπα τη φωτιά προτού να βγάλη φλόγες
Κι όταν άναβε η φωτιά
έριχνα πάνω μου τις στάχτες
Λουζόμουνα με άδειες στάχτες …
Το θάνατο τον ήξερα
πριν από το θάνατό μου
                         
Τι τον ήθελα τον δολοπλόκο μάντη!
Ο ματωμένος και τρελός
βγήκε από τα πτώματα
Με τα μυαλά χυμένα πλάθει μάσκες
Λόγιών λογιώνε μάσκες φορεί
τα πρόσωπα των σκοτωμένων
Ελάτε, φώναζε, Ελάτε! Ξέρω το μέλλον των νεκρών
τα άλλα όλοι τα γνωρίζουν
Εσύ, μου λέει, κάμε πέρα!
Είσαι ακόμη ζωντανή
Έχεις ένα αρνίσιο μάτι
Γλύφεις την πέτρα και τ αλάτι
Κάμε πέρα!
                         
Αχ! τι φωτιές στην Πέργαμο τριγύρω
Τι σκοτωμός, τι βογγητά και τι φωνές βοήθεια!
Εκείνος κρέμασε στον άνεμο τις μάσκες
Σ όλο τον άνεμο οι μάσκες φώναζαν,
ρέκαζαν
μου ΄λεγαν κάμε πέρα!
Εδώ πεθαίνουν και πουλιά
από το φόβο των αιμάτων
Ανέβα στα βουνά
κοιμήσου με βοσκούς αν ζουν ακόμη
Ίσως γλυτώσουν τα βουνά
                          
Τον ανίσκιωτο δε θα τον δεις, κοιμάται
Σε κουρμπενιές και πλατανόφυλλα
και στις βαθιές σπηλιές θυμάται
Και στις μεγάλες μπόρες βγαίνει
στεφανωμένος με κισσό συννεφιασμένο
Μόνο στ αστέρια θα τον δεις
Θα σε γνωρίση στο νερό
Προτού σ αγαπήση
είχε ένα  πρόσωπο δικό σου
Τον παίρνουν και τον φέρνουν τα νερά
όπως τον είδα τότε στην πλημμύρα
όπως τον είδα σκοτωμένο
Έτσι που ήτανε ξανθός με τα λουλούδια
μοναδική φορά ψυχρός
μπορούσε να ξανακοπή
μπορούσε να ξαναπεθάνη
                         
Ποιο δρόμο να πάρω στην Τροία;
Ποιον ν΄αποχαιρετήσω;
Σαν άγνωστη μ ακολουθεί αυτή η σκιά
η δακρυσμένη
Ποιον ν αποχαιρετήσω; . . .
Στο δίφρο στον καρόδρομο
ο μεταξένιος του χιτώνας ματωμένος
στη λίχνη και στον άνεμο!
Μάνα Εκάβη του Άδη
λένε πως βρήκαν μια πηγή
που τρέχει αίμα απ το λαιμό μου
Ψάχνουν με τα μαχαίρια
                         
Να φύγω ναι!  από πού να φύγω;
Πώς να τη δέσω τη φωτιά
Μες το μαντήλι
χώρια οι στάχτες τα κειμήλια
Πως είμαι από τα λάφυρα το αρνιέμαι
Δεν ξέρω και τι άλλο
Είμαι σφαγμένη! το μαντεύω
Κοντά μου τρέχει το μαχαίρι
κι από κοντά ο ήλιος ρίχνει στα μάτια μου
το έρεβος
Στο τσακισμένο καθρεφτάκι
πάλι φωνάζει ο πειρατής
 αν θέλεις τα μαλάματα
έμπα στις πειρατίες
οι άνθρωποι στοιχίζουν λίγο
Αύριο η ζήτηση αλλάζει –
θ ασχοληθούμε με την τέχνη
Αχ, μάνα Εκάβη του Άδη! . . .
με ταραχή μ΄ακολουθεί
η ευωδιά της πικροδάφνης από Άργος και πάνω
Στην πέτρα τώρα…
Στην κόψη τώρα….
Ποιο δρόμο να πάρω στο Άργος;
                         
Δεμένη στα κατάρτια σταυρωτά
με τη στεριά και με τη θάλασσα
κείνος με έδενε σφιχτά με λόγια
Αν φτάσουμε στο Άργος, είπε,
θα αγοράσω σκουλαρίκια να φορείς
και δαχτυλίδια να φορείς
Περίκαλλη σκλάβα
αρραβωνιαστικιά του Απόλλωνα
με την ολόχρυση τη ζώνη της μαντείας
θα σ έχω στον περίαυλο στο πλάι
Μπορεί βεβαίως και να ζήσης . . .
Μπορεί βεβαίως να πεθάνης . . .
Τη νύχτα θα σου πω τα πιο ωραία
Όταν πεθάνω θα σε σφάξουν
στον τάφο μου διπλά μαχαίρια
Είναι το έθιμο του τόπου
Έπρεπε πριν να κακουργήσης
γιατί ήταν να απωλεσθής
                          
Αχ, μάνα Εκάβη του Άδη . . .
Τι να μασάς τη δάφνη και ποια μοίρα;
Τι να τις κάνεις τις μαντείες . . .
Ακόμη παιανίζουνε οι σάλπιγγες στην Τροία
Δεν ακούς; Άκου! άκου….
Η μουσική των εχθρών

Η μουσική των φίλων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου