23.2.14

Το Βραβείο

Δημοσιιεύτηκε στο ψηφιακό περιοδικό ΔΙΑΣΤΙΧΟ

Η γελάδα του Σταμάτη, αν ήξερε πως θα πάρει το πρώτο βραβείο, δε θα παρουσιαζόταν στην επιτροπή. Και αυτό δεν είναι σίγουρο, γιατί εδώ που τα λέμε, αρνιέσαι όταν σου περνάει. 
Όταν είσαι δεμένος με αλυσίδα και καπιστράνα, όταν σε τραβάει ο άλλος και μπορεί και σε χτυπάει με τον βούρδουλα, πας όπου σου λέει. Ακόμα και στα σφαγεία να πήγαινε ο Σταμάτης τη γελάδα του, θα τον ακολουθούσε.
Κι αν καταλάβαινε τι την περιμένει και έκοβε τον χαλκά και το 'βανε στα πόδια, θα πέθαινε μια ώρα αρχύτερα, πυροβολημένη για λιποταξία....
Κάποτε η μάνα μου έβρισε κάποιον και τον είπε γουρούνι.
«Κρατείς το μαχαίρι να το σφάξεις», έλεγε, «και κείνο πέφτει στο καδί να φάει πίτουρα...» Έλα τώρα, πού ξέρει ένα γουρούνι από σφαγή; Και πού να φανταστεί πως εκείνος που το τάιζε στο στόμα όταν ήταν μικρούλι, που του έξυνε τη ράχη του χαϊδευτικά, θα το σκοτώσει να το φάει... 
Και δεν μπορεί κανείς να με βεβαιώσει πως η γελάδα του Σταμάτη, που τη λένε Κοκκίνω, της αρέσει να οργώνει, αυτό το πάει κι έλα και να τραβάει αλέτρι. Αν και το αλέτρι δεν είναι όπως ο αραμπάς, που τράβαγαν οι προγονοί της. Φόρτωναν τον αραμπά είκοσι και περισσότερα σακιά σταφίδα και σύκα, και τα πήγαιναν στην πόλη να τα πουλήσουν. Άλλο φόρτωμα στον γυρισμό, τα ίδια σακιά γιομάτα αλεύρι και πίτουρα. Και σε τι δρόμο! Μόλις και χώραγες να περάσεις, βάτα, φραγκοσυκιές και λακκούβες. Σ' αυτές τις λακκούβες ανεβοκατέβαινε η ρόδα, τρανταζόταν ολόκληρος ο αραμπάς και σου βγαίναν τα συκώτια. Ο μπουχός σού στράβωνε τα μάτια το καλοκαίρι και η λάσπη τον χειμώνα μέχρι το γόνα. Και αν κόλλαγε ο αραμπάς, ώρες προσπάθεια να ξεκολλήσει, βρισιές και ξύλο από πάνω.
Μα και άνθρωπος να είσαι δουλεύεις, κι ας είναι η δουλειά καταναγκασμός. Τι να κάνουμε, πάει ο καιρός που άπλωνες το χέρι και το έφερνες γιομάτο στο στόμα. Τώρα πρέπει να ιδρώσεις να βγάλεις το ψωμάκι σου και να δουλεύεις οχτώ και δέκα ώρες την ημέρα, παρακαλώ.
Μα όταν οι μηχανές πάρουν τη σωστή τους θέση, θα δουλεύουν κείνες για τον άνθρωπο. Αυτή είναι ζωή!
Η Κοκκίνω στο όργωμα ήταν άφταστη. Δυνατή και σβέλτη τη βλέπαν και την καμάρωναν. Ήταν γελάδα εξαιρετική και υπάκουη. Έκανε τη δουλειά της υπεύθυνα. Και αυτό δείχνει πως ο Σταμάτης τη δασκάλεψε καλά. Όταν οι άλλοι οργώνουν, φωνάζουν και πληγώνουν με τη φκιέντρα τα βόδια τους.
Αλλά ο Σταμάτης ούτε φώναζε, ούτε χτύπαγε τις γελάδες του.
Ήξερε να κουμαντάρει τα ζωντανά του. Μετά δυο ώρες πάει κι έλα, σταμάταγε το όργωμα να ξεκουραστούν. Έτρωγε ο Σταμάτης, τρώγαν και οι γελάδες. Και ο στάβλος μεγάλος και καθαρός. Η Κοκκίνω και η Μαύρη σε χωριστά δωμάτια καθεμιά σαν τσυρίες του κόσμου, όπως έλεγε ένας ταξικός ποιητής...
Ο αναγνώστης θα συμφώνησε με την επιτροπή, ότι άξιζε η Κοκκίνω και γι' αυτό της δώσαν το πρώτο βραβείο. Φυσικά και μετά τη βράβευση, η Κοκκίνω ήταν μια γελάδα όμοια με τις άλλες που δε βραβεύτηκαν, ήταν όμως παράδειγμα για μίμηση.
Με τη βράβευση της Κοκκίνως βραβεύτηκε και ο Σταμάτης.
Και αυτό σωστό. Γιατί αν δώσεις την Κοκκίνω σε άλλα χέρια, σε λιγότερο από έξι μήνες θα χαλάσει. Η κακομεταχείριση θα την κάνει οκνή και νευρικιά.
Aν ήξερε η Κοκκίνω πως θα βραβευόταν και, όπως είπαμε, αν μπορούσε να διαλέξει, δε θα δεχόταν το βραβείο. Και αυτό γιατί κάποιος της επιτροπής τής κόλλησε μια στάμπα στο δεξί της κωλομέρι, που αν την έβλεπε θα έκλαιγε που της χάλασαν τα οπίσθιά της. Να είσαι μαρκαρισμένος, ξέρεις τι σημαίνει; Προκαλεί στον άλλο φόβο και αηδία.
Ύστερα, αν ο ταύρος που συναντώνται μία φορά τον χρόνο έβλεπε τη στάμπα, πώς θα το 'παιρνε; Θα ένιωθε θαυμασμό, έλξη ή αποστροφή; Και δεν πρέπει κανένας να αμελεί τα ερωτικά του και την εμφάνισή του... Βέβαια η άσπρη βούλα που είχε στο μέτωπό της σαν αχτιδωτό αστέρι τον τρέλαινε και τον νταβράντιζε τον ταύρο. Και δε βακχευόταν έτσι απλά, της έκανε χίλια χάδια. Της έλεγε ερωτόλογα! Τη φίληγε στο στόμα. Στεκόταν πλάι της και χάιδευε το μάγουλό της με το μάγουλό του... Στις άλλες γελάδες δεν έδινε σημασία, αν ήταν μπροστά η Κοκκίνω.
Και όλα αυτά κινδυνεύει να τα χάσει με κείνη τη στάμπα!
Αν ήξερε η Κοκκίνω τι θα πάθαινε με κείνο το βραβείο, θα έκανε την άρρωστη και δε θα πήγαινε στην επιτροπή. Αλλά μια γελάδα δεν ξέρει τη δύναμή της, ακόμα και ένα παιδάκι την τραβάει και τη δένει όπου θέλει.
Για το έρμο το φαΐ η Κοκκίνω σκλαβώθηκε και για τη συντροφιά. Και πού να τρέχει στα βουνά και να αγριεύει.
Και αν τη σφάξουν και τη φάνε; Ε, όλοι από κάτι πεθαίνουν...
Η Κοκκίνω απ' την ανθρώπινη γλώσσα μόνο το όνομά της ήξερε. Όταν τη φώναζε ο Σταμάτης «Κοκκίνω», σήκωνε το κεφάλι της και περίμενε οδηγίες. Καταλάβαινε πως κάτι έπρεπε να κάνει, ή να γυρίσει ή να σταματήσει ή να προχωρήσει πιο γρήγορα ή πιο αργά.
Έτσι, η Κοκκίνω, όταν ο Σταμάτης τής είπε «πάμε», τον ακολούθησε χωρίς να ξέρει πως την πάει στον ταύρο. Φαντάσου! Να 'χεις έναν χρόνο να ιδείς τον εραστή σου και να μην κάνεις ούτε μπάνιο, ούτε να αρωματιστείς για την περίπτωση, ούτε να μάθεις και κανένα τραγουδάκι... Σε παίρνει ο άλλος και σε πάει δεμένη και στα γρήγορα! Γελαδίσια ζωή! Δεν ξέρεις τι σου γίνεται!
Και η Κοκκίνω δεν ήξερε πως ο Σταμάτης περηφανεύτηκε δυο φορές για λογαριασμό της. Έλεγε ο Σταμάτης: «Η Κοκκίνω πήρε το βραβείο γιατί κάθε χρόνο γεννάει δύο μοσχάρια και έτσι αυξάνει την παραγωγή σε κρέας. Και ο ταύρος είναι ερωτευμένος με την Κοκκίνω. Όταν τη βλέπει καμιά άλλη γελάδα δεν κοιτάει».
Ο Κώστας, που πήγαινε να σκάσει που δεν πήρε βραβείο η δική του γελάδα, φώναξε έξαλλος στον Σταμάτη: «Τι λες ρε! Η Κοκκίνω πιο σέξι απ' τη δική μου γελάδα, πιο σέξι απ' την Μπρούσκα; Της Μπρούσκας τα καπούλια θα τα ανέβαινε και ο Δίας! Τώρα κιόλας, θα πάμε την Μπρούσκα και την Κοκκίνω στον ταύρο και θα ιδούμε ποια του αρέσει. Ελάτε και σεις για μάρτυρες», είπε στους άλλους.
Αν ήξερε η Κοκκίνω τι θα πάθαινε με κείνο το βραβείο, θα πήγαινε στο ινστιτούτο καλλονής, να της βγάλουν τη στάμπα απ' το κωλομέρι της.
Άσε πια που όλες οι γελάδες την εχθρεύονται...
Η Κοκκίνω, όμως, μπορεί να τους τα ειπεί έξω απ' τα δόντια: «Γιατί, κυρίες μου, τι σας πήρα; Βραβεύτηκα γιατί άξιζα».
Στα καλλιστεία, ο ταύρος θα διαλέξει την ωραιότερη!
Πλάι πλάι στέκονται η Κοκκίνω με την Μπρούσκα. Αλλά ο ταύρος δε δίνει καμιά σημασία στην Μπρούσκα, ούτε «χαίρετε, τι κάνετε;» δεν της είπε. Αγκάλιασε την Κοκκίνω τρυφερά και τη φίλησε στο στόμα, ευτυχισμένος που επιτέλους, έναν χρόνο μετά, η Κοκκίνω ήταν πάλι σε ερωτικό οργασμό.
0 Σταμάτης καμαρώνει περήφανος που η Κοκκίνω κερδίζει και στον έρωτα, αυτό ήταν φανερό.
Αλλά δεν πρόλαβε να πολυχαρεί. Ο ταύρος είδε τις χάντρες στο κούτελο της Κοκκίνως και κιτρίνισε. Ύστερα γύριζε γύρω της και διάβασε τη στάμπα στο δεξί της κωλομέρι: «ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΓΕΛΑΔΩΝ/29 ΙΟΥΝΗ κτλ.»
Ό ταύρος μούγκρισε δυνατά και είπε άγρια στην Κοκκίνω: «Κοκκίνω, με απάτησες, ψεύτρα!»
Η Κοκκίνω ταράχτηκε. Με τη δύναμη όμως που έχουν οι αθώοι, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε με σθένος: «Δεν πηδήθηκα! Το βραβείο το πήρα με τα προσόντα μου».
Τι λέμε, τώρα! Κρατιέται με τέτοια ένας ταύρος;
Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και λέει στην Μπρούσκα: «Σήκω την ουρά σου, είμαι βιαστικός».
Ο Κώστας γελάει πανευτυχής. Στρίβει το μουστάκι του και λέει του Σταμάτη: «Η Μπρούσκα είναι γελάδα! Στο σεξ δεν τη φτάνει καμιά!»
Ο Σταμάτης πάει να σκάσει. Αυτή την προσβολή που έκανε ο ταύρος στην Κοκκίνω την πήρε προσωπική του, σάμπως ο ταύρος να αρνήθηκε τον ερωτά του, σε κείνον!
Και είπε στον Κώστα που καμάρωνε: «Από τέτοιο βόδι, κανένας δεν περιμένει βραβεία και σωστή κρίση».
Ο ταύρος δαγκώθηκε που η κοινή γνώμη τον παίρνει σαν το όποιο παλιόβοϊδο και ενώ έβγανε το μπατζάκι του παντελονιού του, το ξαναφόρεσε και παράτησε την Μπρούσκα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και τον περίμενε λιγωμένη.
«Δε μου κάνεις», της είπε αδιάφορα.
Και γονατίζει μπροστά στην Κοκκίνω και χτύπαγε το κεφάλι του και της έλεγε: «Κοκκίνω, αγάπη μου, συγχώρα με».
Η Κοκκίνω του χάιδευε το κεφάλι και ήταν έτοιμη να τον αγκαλιάσει και να τον σηκώσει, όταν ο Σταμάτης της έβαλε τη φωνή: «Κοκκίνω, ου! Κράτα την αξιοπρέπειά σου». Και την πήρε με το σκοινί και έφυγαν.
Η Κοκκίνω έκλαιγε και αναστέναζε – γελαδίσια ζωή! Σε πάνε όπου θέλουν...
Ο Σταμάτης σαν καλός άνθρωπος τη λυπήθηκε και της εξήγησε: «Αν σ' αγαπάει αληθινά, αυτός ο μούργος θα 'ρθει να σε ζητήσει επίσημα. Για απόψε, άσ' τον να καίγεται».
Με λυγμούς, η Κοκκίνω τού είπε: «Θείε Σταμάτη, σε μας τις γελάδες έγινε αδικία! Μόνο μια φορά τον χρόνο κάνουμε έρωτα. Οι άνθρωποι όμως και τα κοκόρια, κάθε μέρα και πολλές φορές... Και εγώ έχασα τη φορά μου, γιατί οι άνθρωποι μπήκαν στην ιδιωτική μου ζωή και με σταμπάρισαν». 
Και φώναξε φωνή μεγάλη: «Μουουου! Μουουου!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου