13.11.16

Κριτική Αντώνη Φωστιέρη

Περιοδικό Λέξη Τεύχος18 
Μαρία Καρδάρα: «Θρήνος για τη μητέ­ρα μου». Αθήνα, 1981.

Θάνατος είναι η ακαριαία και οριστική ακύρωση κάθε πιθανότητας. Η  οδύνη που προέρχεται από την απώλεια ενός προσώπου εντείνεται και κορυ­φώνεται από την (αστραπιαία) συνειδητοποίηση πως η απώλεια αυτή δεν είναι γεγονός του παρόν­τος, αλλά αφορά — με τρόπο ακαταμάχητο — το μέλλον σ όλο του το φάσμα: η απουσία μπορεί να γίνει στο εξής διαρκώς παρούσα, και μάλιστα η ύπαρξή της μπορεί τώρα να είναι ακόμα πιο αισθη­τή και πολυσήμαντη, καθώς η κάθε στιγμή γίνε­ται το εκτροφείο άπειρων ταυτόχρονα υποθετικών πιθανοτήτων και δυνατοτήτων — άκυρων όμως και ανίσχυρων να επαληθευτούν στη θλιβερή σκηνούλα της πραγματικότητας.
Αλλά και η ποίηση, τί περισσότερο (ή τί λιγό­τερο) είναι, παρά πλασματική βίωση (και όχι, πο­τέ, αναβίωση) κάποιων δυνατοτήτων, που η ίδια η πραγματικότητα δείχνει έτοιμη με χλευασμό να ακυρώσει; Και, αν ο θρήνος είναι η ενστικτώδης, όσο και ανώφελη, αντίδραση μπροστά στο αδήριτο του βιολογικού θανάτου, έτσι και η ποίηση (όποια κι αν είναι η θεματική της ή οι τόνοι της φωνής της) είναι πάντα η απελπισμένη αντίδραση μπρο­στά σ έναν άλλο, αόρατο — αλλά και τόσο ορατό —, εσωτερικό θάνατο.

Ο «Θρήνος για τη μητέρα μου» της Μαρίας Καρδάρα εκδόθηκε μέσα στο 1981 και, απ όσο του­λάχιστο ξέρω, ειν' ένα βιβλίο που πέρασε εντελώς απαρατήρητο. Άλλωστε, σε πρώτη ματιά, έχει όλα τα «προσόντα» για κάτι τέτοιο: μια μικρή πλακέτα 48 σελίδων, με «επαρχιακή» εμφάνιση, άχρωμο εξώφυλλο, χωρίς τα διάσημα κανενός εκ­δοτικού οίκου, κι ακόμα, μ ένα τίτλο τόσο περιορι­στικό και σχεδόν απωθητικά αφελή στην εντιμό­τητά του όπως περιοριστική και αφελής μπορεί να φαίνεται και η πρόταξη της ολοσέλιδης φωτογραφίας της χαμένης μάνας, με το τσεμπέρι της και το επίσημό της ύφος — μια από κείνες τις κλασικές φωτογραφίες που ρετουσαρισμένες άτεχνα και κορνιζαρισμένες, συναντάμε συχνά στο σαλονάκι των χωριάτικων σπιτιών. Κι όμως, σε τούτα τα κακοτυπωμένα χοντρά φύλλα του βιβλίου της Μ.Κ. βρίσκεται χυμένη μια μεγάλη μάζα ποίησης — πολύ μεγαλύτερη απ όση σε πάμπολλα βιβλία γνωστών και δόκιμων...
Το επίτευγμα της δεν οφείλεται βέβαια στην πρωτοτυπία της έμπνευσής της – η ελεγεία είναι το αρχαιότερο είδος ποιητικού λόγου και εκείνο με την πλουσιότερη σοδειά στους αιώνες. (Παρόλ αυτά, αξίζει να προσέξουμε πως, μολο­νότι η προαποβίωση των γονιών είναι ο συντριπτι­κός κανόνας, στην ποίηση φαίνεται να υπερτερούν οι θρηνητικές ωδές γονιών για το θάνατο των παι­διών τους, είτε αυτές πηγάζουν από εμπειρία δρά­ματος προσωπικού — όπως είναι λ.χ. η περίπτωση του Παλαμά, του Ζαλοκώστα, της Μυρτιώτισσας —, είτε από θρησκευτικά ή ιστορικά γεγονότα — ας θυμηθούμε πρόχειρα τους «Πόνους τής Πανα­γιάς» τού Βάρναλη ή τον «Επιτάφιο» τού Ρίτσου —, για να μην αναφερθούμε καν στο δημοτικό τρα­γούδι, όπου το μοιρολόι της μάνας υπερκαλύπτει κάβε άλλη οιμωγή).
Ο «θρήνος για τη μητέρα μου» είναι το ανά­πτυγμα του πρωτογόνου ωχ μπροστά στο συγκεκρι­μένο θάνατο, στο συγκεκριμένο νεκρό, στη συγκε­κριμένη μάνα- έτσι, ξεκινώντας από ένα στέρεο και αμετακίνητο βιωματικό πυρήνα, ο στίχος κου­βαλάει όλη τη θέρμη της παραφοράς αλλά, πιο πολύ, την αίσθηση της ερήμωσης, τον κρύο αέρα του ίδιου του θανάτου: αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία κι αυτό που ανάγλυφα προβάλλεται είναι η ολική έκλειψη του αγαπημένου προσώπου, όχι η συγκίνηση που προκαλεί στους εναπομείναντες. Η ανενδοίαστη απεικόνιση του καθαρού αισθήματος φτάνει εδώ σε μια έκφραση «αντι-αισθηματική» και αντιλυρική, εγκυμονεί — και γεννά — ένα λόγο σπάνιας διανοητικότητας.

Απαθής των κτηνών η διασκέδαση,
των θυμάτων η νόηση
μέχρι κει
που την κόβουν τα δόντια.
Τα νερά
περιβάλλουν τα κήτη,
ουρανοί
περιβάλλουν τα όρνια.
Διψάνε και πίνουν
του ματιού τους το αίμα.
Ο αέρας ο διάφανος
εκκολάπτει κρυφά
το πρωτόγονο ωχ,
με βρωμιές και αρώματα.
Το φως εμποδίζει
των νεκρών την επίσκεψη.

  Η παραληρηματική φορά του ποιήματος (για­τί, στην πραγματικότητα, ολόκληρο το βιβλίο ειν ένα μονοκόμματο ποίημα, όσο κι αν η μορφή του μπορεί να το δείχνει σα σύνθεση) αντισταθμίζε­ται από την ενστικτώδη αποφυγή κάθε περιττού διακοσμητικού στοιχείου, κάθε ανώφελου, κωμικο­τραγικού μελοδραματισμού.
Μίλησα παραπάνω για ελεγεία - όμως, ο βημα­τισμός της ποίησης της Μ.Κ. ανακαλεί περισσό­τερο στη μνήμη ήχους από κομμό αρχαίας τραγω­δίας ή, άλλοτε πάλι, την αυστηρή γλώσσα εγκω­μίων εκκλησιαστικών. Η δωρική λιτότητα του ύφους και η ακρίβεια του παρακολουθούν πιστά τις παλινδρομήσεις ενός εκκρεμούς που κυμαίνεται από την εξουθένωση της ταπείνωσης («Εγώ η Μη­δέν/που με σβήνει η άπνοια/καί την αίσθηση χά­νω,/σε κόσμο νεκρό περιφέρομαι») ως την οργή και την βλασφημία Άτρωτος λόγος δεν είναι;/άστον να χτυπιέται και να πατιέται./Θεός δεν είναι;/ άστον να πεθάνει!»), από την πλήρη παραίτηση («Ας μη χτυπούν την πόρτα μας/με φώτα οι ημέ­ρες») ως τη δίψα του θαύματος θα τρελαθώ να σ' αναστήσω!/θα είσαι βελανιδιά/και θα σε λέω Μητέρα»). Οι εφιαλτικές φαντασιώσεις που προ­καλεί η ανυπόφορη ένταση του πόνου αποτυπώνον­ται εδώ με την πειθώ του πραγματικού συμβάντος, υπερβαίνοντας την «καλολογική» χρήση της με­ταφοράς. Οι συμβολικές εικόνες, οι παρομοιώσεις, οι προσωποποιήσεις, ακόμα και οι υπερβολές, είναι τόσο διάφανες, ώστε η λειτουργικότητα τους υπα­κούει μάλλον σ' ένα πάθος καταγραφής παρά σέ κά­ποιους αορίστους κανόνες αισθητικής τελείωσης. Και όλο άλλωστε το ποίημα στοχεύει μάλλον στην προβολή μιας αλήθειας παρά ενός κάλλους.

Οι νεκρώσιμες ακολουθίες
των φυτών
πρόβαλαν
από ραγισμένους τοίχους,
έσταζε μούχλα το έλεος
του πρόσκαιρου
ή τού αναπόφευκτου.
Τα σκοτεινότερα ηχεία
«η γαλήνη του θανάτου,
η γαλήνη του τάφου»
ήχησαν για τα ζώα.
Τα σφαγμένα παγώνια
φώναζαν απελπισμένα.
Τα πολύχρωμα φτερά τους
τίναζαν ήχους από αίμα
αποκλειστικά αθώους.
Οι σύγχρονοι ήχοι
έκοβαν τίς ρίζες τους
ψηλότερα,
ένα είδος λαμπερής αφάνειας.

   Εκείνο που κυρίως θέλω να επισημάνω στην περίπτωση αυτού του βιβλίου (που δεν ξέρω καν αν είναι το πρώτο της Μ.Κ. ή αν έχουν προηγηθεί κι άλλα που την ύπαρξη τους αγνοώ) είναι η κατά­χτηση μιας γλώσσας καθαρά ποιητικής, που φαί­νεται να μην την έχει προσβάλει καθόλου ο σκόρος της φιλολογικότητας και της ναρκισσιστικής λεξι-θηρίας, αλλά και που ταυτόχρονα ξεπερνάει τον κίνδυνο της περιγραφικής της χρήσης, κίνδυνο κε­φαλαιώδη. Όταν έχεις να κάνεις μ ένα τέτοιο δυνατό πάθος «Ιδιωτικής χρήσεως», δύσκολο να το περά­σεις σαν κλίμα στον αμέτοχο αναγνώστη. Η Μ.Κ. κατέχει μια ειδική ικανότητα σωστής «ψύχρανσης» και «σκλήρυνσης» του διάπυρου υλικού της, με τρόπο τέτοιο που να μπορεί να το σμιλέψει σε έργο τέχνης. Δύσκολα θα μπορούσαμε, μέσα στο σύνολο της σύγχρονης «υπαρξιακής» ή «ουσια­στικής» — αλλά και αφόρητα «λόγιας» στο μεγα­λύτερο της μέρος — ποίησης, να ξεχωρίσουμε πολ­λά κομμάτια τόσο πειστικά και αφοπλιστικά ειλικρινή, όπως είναι ο «θρήνος» της Μ.Κ. Ίσως μια τέτοια διαπίστωση να φαίνεται υπερβολική και άδικη στη γενικότητα της. Όμως είναι λίγες, ελάχιστες, οι φορές που συναντάμε λόγο νοηματι­κά κατορθωμένο, με εκτινάξεις οντολογικής υπέρ­βασης, με πυκνώματα αποφθεγματικά, κι αυτά όλα, όχι να φυτρώνουνε λειχήνες στο βράχο ενός άνυδρου εγκεφαλισμού, αλλά να τα ποτίζει ένα αί­σθημα πλούσιο, δίχως αναστολές και φράγματα τεχνητά.

Αντώνης Φωστιέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου