Μαρία Καρδάρα: «Θρήνος
για τη μητέρα μου». Αθήνα, 1981.
Θάνατος είναι η
ακαριαία και οριστική ακύρωση κάθε πιθανότητας. Η οδύνη που προέρχεται από την απώλεια ενός
προσώπου εντείνεται και κορυφώνεται από την (αστραπιαία) συνειδητοποίηση πως η
απώλεια αυτή δεν είναι γεγονός του παρόντος, αλλά αφορά — με τρόπο ακαταμάχητο
— το μέλλον σ όλο του το φάσμα: η απουσία μπορεί
να γίνει στο εξής διαρκώς παρούσα, και μάλιστα η ύπαρξή της μπορεί τώρα να
είναι ακόμα πιο αισθητή και πολυσήμαντη, καθώς η κάθε στιγμή γίνεται το
εκτροφείο άπειρων ταυτόχρονα υποθετικών
πιθανοτήτων και δυνατοτήτων — άκυρων όμως και ανίσχυρων να επαληθευτούν στη
θλιβερή σκηνούλα της πραγματικότητας.
Αλλά και
η ποίηση, τί περισσότερο (ή τί λιγότερο) είναι, παρά πλασματική βίωση (και
όχι, ποτέ, αναβίωση) κάποιων
δυνατοτήτων, που η ίδια η πραγματικότητα δείχνει έτοιμη με χλευασμό να
ακυρώσει; Και, αν ο θρήνος είναι η ενστικτώδης, όσο και ανώφελη, αντίδραση
μπροστά στο αδήριτο του βιολογικού θανάτου, έτσι και η ποίηση (όποια κι αν
είναι η θεματική της ή οι τόνοι της φωνής της) είναι πάντα η απελπισμένη
αντίδραση μπροστά σ έναν άλλο, αόρατο — αλλά και τόσο ορατό —, εσωτερικό
θάνατο.
Ο
«Θρήνος για τη μητέρα μου» της
Μαρίας Καρδάρα εκδόθηκε μέσα στο 1981 και, απ όσο τουλάχιστο ξέρω, ειν' ένα
βιβλίο που πέρασε εντελώς απαρατήρητο. Άλλωστε, σε πρώτη ματιά, έχει όλα τα
«προσόντα» για κάτι τέτοιο: μια μικρή πλακέτα 48 σελίδων, με «επαρχιακή»
εμφάνιση, άχρωμο εξώφυλλο, χωρίς τα διάσημα κανενός εκδοτικού οίκου, κι ακόμα,
μ ένα τίτλο τόσο περιοριστικό και σχεδόν απωθητικά αφελή στην εντιμότητά
του όπως περιοριστική και αφελής μπορεί να φαίνεται
και η πρόταξη της ολοσέλιδης φωτοραφίας
της χαμένης μάνας, με το τσεμπέρι της και το επίσημό της ύφος — μια από κείνες τις
κλασικές φωτογραφίες που ρετουσαρισμένες άτεχνα και
κορνιζαρισμένες, συναντάμε συχνά στο σαλονάκι των χωριάτικων σπιτιών. Κι όμως,
σε τούτα τα κακοτυπωμένα χοντρά φύλλα του βιβλίου της Μ.Κ. βρίσκεται χυμένη μια
μεγάλη μάζα ποίησης — πολύ μεγαλύτερη απ όση σε πάμπολλα βιβλία γνωστών και
δόκιμων...
Το
επίτευγμα της δεν οφείλεται βέβαια στην πρωτοτυπία της έμπνευσής της – η ελεγεία
είναι το αρχαιότερο είδος ποιητικού λόγου και εκείνο με την πλουσιότερη σοδειά
στους αιώνες. (Παρόλ αυτά, αξίζει να προσέξουμε πως, μολονότι η προαποβίωση
των γονιών είναι ο συντριπτικός
κανόνας, στην ποίηση φαίνεται να υπερτερούν οι
θρηνητικές ωδές γονιών για το θάνατο των παιδιών
τους, είτε αυτές πηγάζουν
από εμπειρία δράματος προσωπικού — όπως είναι
λ.χ. η περίπτωση του Παλαμά, του Ζαλοκώστα, της Μυρτιώτισσας —, είτε από
θρησκευτικά ή ιστορικά γεγονότα — ας θυμηθούμε πρόχειρα τους «Πόνους
τής Παναγιάς» τού Βάρναλη ή τον «Επιτάφιο»
τού Ρίτσου —, για να μην αναφερθούμε καν στο δημοτικό
τραγούδι, όπου το μοιρολόι της μάνας υπερκαλύπτει κάβε άλλη οιμωγή).
Ο
«θρήνος για τη μητέρα μου» είναι
το ανάπτυγμα του πρωτογόνου ωχ μπροστά
στο συγκεκριμένο θάνατο, στο συγκεκριμένο νεκρό, στη συγκεκριμένη μάνα- έτσι,
ξεκινώντας από ένα στέρεο και αμετακίνητο βιωματικό πυρήνα, ο στίχος κουβαλάει
όλη τη θέρμη της παραφοράς αλλά, πιο πολύ, την αίσθηση της ερήμωσης, τον κρύο
αέρα του ίδιου του θανάτου: αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία κι αυτό που
ανάγλυφα προβάλλεται είναι η
ολική έκλειψη του αγαπημένου προσώπου, όχι η
συγκίνηση που προκαλεί στους εναπομείναντες. Η ανενδοίαστη απεικόνιση του
καθαρού αισθήματος φτάνει εδώ σε μια έκφραση «αντι-αισθηματική» και αντιλυρική,
εγκυμονεί — και γεννά — ένα λόγο σπάνιας διανοητικότητας.
Απαθής των κτηνών η διασκέδαση,
των θυμάτων η νόηση
μέχρι κει
που την κόβουν τα δόντια.
Τα νερά
περιβάλλουν τα κήτη,
ουρανοί
περιβάλλουν τα όρνια.
Διψάνε και πίνουν
του ματιού τους το αίμα.
Ο αέρας ο διάφανος
εκκολάπτει κρυφά
το πρωτόγονο ωχ,
με βρωμιές και αρώματα.
Το φως εμποδίζει
των νεκρών την επίσκεψη.
Η παραληρηματική
φορά του ποιήματος (γιατί, στην πραγματικότητα, ολόκληρο το βιβλίο ειν ένα
μονοκόμματο ποίημα, όσο κι αν η μορφή του μπορεί να το δείχνει σα σύνθεση)
αντισταθμίζεται από την ενστικτώδη αποφυγή κάθε περιττού διακοσμητικού
στοιχείου, κάθε ανώφελου, κωμικοτραγικού μελοδραματισμού.
Μίλησα
παραπάνω για ελεγεία - όμως, ο βηματισμός της ποίησης της Μ.Κ. ανακαλεί
περισσότερο στη μνήμη ήχους από κομμό αρχαίας τραγωδίας ή, άλλοτε πάλι, την
αυστηρή γλώσσα εγκωμίων εκκλησιαστικών. Η δωρική λιτότητα του ύφους και η
ακρίβεια του παρακολουθούν πιστά τις παλινδρομήσεις ενός εκκρεμούς που
κυμαίνεται από την εξουθένωση της ταπείνωσης («Εγώ η Μηδέν/που με σβήνει η άπνοια/καί την
αίσθηση χάνω,/σε κόσμο νεκρό περιφέρομαι») ως
την οργή και την βλασφημία (« Άτρωτος λόγος δεν είναι;/άστον να χτυπιέται και
να πατιέται./Θεός δεν είναι;/ άστον να πεθάνει!»),
από την πλήρη παραίτηση («Ας μη χτυπούν την πόρτα μας/με φώτα οι ημέρες»)
ως τη δίψα του θαύματος («θα τρελαθώ να σ' αναστήσω!/θα είσαι
βελανιδιά/και θα σε λέω Μητέρα»). Οι εφιαλτικές
φαντασιώσεις που προκαλεί η ανυπόφορη ένταση του πόνου αποτυπώνονται εδώ με
την πειθώ του πραγματικού συμβάντος, υπερβαίνοντας την «καλολογική» χρήση της μεταφοράς.
Οι συμβολικές εικόνες, οι παρομοιώσεις, οι
προσωποποιήσεις, ακόμα και οι υπερβολές, είναι τόσο διάφανες, ώστε η
λειτουργικότητα τους υπακούει μάλλον σ' ένα πάθος καταγραφής παρά σέ κάποιους
αορίστους κανόνες αισθητικής τελείωσης. Και όλο άλλωστε το ποίημα στοχεύει
μάλλον στην προβολή μιας αλήθειας παρά
ενός κάλλους.
Οι νεκρώσιμες ακολουθίες
των φυτών
πρόβαλαν
από ραγισμένους τοίχους,
έσταζε μούχλα το έλεος
του πρόσκαιρου
ή τού αναπόφευκτου.
Τα σκοτεινότερα ηχεία
«η γαλήνη του θανάτου,
η γαλήνη του τάφου»
ήχησαν για τα ζώα.
Τα σφαγμένα παγώνια
φώναζαν απελπισμένα.
Τα πολύχρωμα φτερά τους
τίναζαν ήχους από αίμα
αποκλειστικά αθώους.
Οι σύγχρονοι ήχοι
έκοβαν τίς ρίζες τους
ψηλότερα,
ένα είδος λαμπερής αφάνειας.
Εκείνο που κυρίως θέλω να επισημάνω στην περίπτωση
αυτού του βιβλίου (που δεν ξέρω καν αν είναι το πρώτο της Μ.Κ. ή αν
έχουν προηγηθεί κι άλλα που την ύπαρξη τους αγνοώ) είναι
η κατάχτηση μιας γλώσσας καθαρά ποιητικής, που φαίνεται να μην την έχει
προσβάλει καθόλου ο σκόρος της φιλολογικότητας και της ναρκισσιστικής
λεξι-θηρίας, αλλά και που ταυτόχρονα ξεπερνάει τον κίνδυνο της περιγραφικής της
χρήσης, κίνδυνο κεφαλαιώδη. Όταν έχεις να κάνεις μ ένα τέτοιο δυνατό πάθος
«Ιδιωτικής χρήσεως», δύσκολο να το περάσεις σαν κλίμα
στον αμέτοχο αναγνώστη. Η Μ.Κ. κατέχει μια
ειδική ικανότητα σωστής «ψύχρανσης» και «σκλήρυνσης» του διάπυρου υλικού της,
με τρόπο τέτοιο που να μπορεί να το σμιλέψει σε έργο τέχνης. Δύσκολα θα
μπορούσαμε, μέσα στο σύνολο της σύγχρονης «υπαρξιακής» ή «ουσιαστικής» — αλλά και
αφόρητα «λόγιας» στο μεγαλύτερο της μέρος — ποίησης, να ξεχωρίσουμε πολλά κομμάτια
τόσο πειστικά και αφοπλιστικά ειλικρινή, όπως είναι ο
«θρήνος» της Μ.Κ. Ίσως μια τέτοια διαπίστωση να
φαίνεται υπερβολική και άδικη στη γενικότητα της. Όμως είναι λίγες, ελάχιστες, οι
φορές που συναντάμε λόγο νοηματικά κατορθωμένο, με εκτινάξεις οντολογικής υπέρβασης,
με πυκνώματα αποφθεγματικά, κι αυτά όλα, όχι να φυτρώνουνε λειχήνες στο βράχο
ενός άνυδρου εγκεφαλισμού, αλλά να τα ποτίζει ένα αίσθημα πλούσιο, δίχως
αναστολές και φράγματα τεχνητά.
Αντώνης Φωστιέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου